Share on Facebook Share on Twitter Η σημερινή μέρα ήταν προγραμματισμένη για πολλά χιλιόμετρα. Η διαδρομή είχε βγει από την προηγούμενη και ήταν σχεδιασμένη σε γύρους των 50 χλμ. Έτσι λοιπόν, λίγο πριν τις 10 κούμπωσα τα πεντάλ και ξεκίνησα. Φυσικά είχα στείλει το γνωστό μήνυμα, είχα μαζί την ταυτότητα, τα γνωστά θέματα της καραντίνας, για να μπορούμε να κυκλοφορούμε άνετα (!) Σε λίγο άφηνα την πόλη και έβγαινα προς τα έξω, περνώντας δίπλα από τις εξοχικές κατοικίες. ‘Ήταν ακόμα νωρίς, μόλις μερικοί ετοιμάζονταν για το καθιερωμένο Πασχαλινό ψήσιμο. Συνέχισα στον κάμπο, ακούγοντας μουσική από τα ακουστικά. Οι δρόμοι παντελώς άδειοι από οποιοδήποτε όχημα. Κάπως έτσι θα είναι εκεί στην Γαλλία, όταν κλείνουν τους δρόμους για κάποιο αγώνα, σκέφτηκα και χαμογέλασα. Μετά το 2ο χωριό, βγήκε μπροστά μου ένα αγροτικό, με τον οδηγό του σε χαλαρή διάθεση. Τον πρόλαβα λοιπόν και κόλλησα από πίσω. Σκέφτηκα ότι σε λίγο θα επιταχύνει, αλλά επέμενε να κινείται με 30-35 χλμ, οπότε κι’ εγώ κολλητήρι! Κατάφερε να με πάει έτσι στο επόμενο χωριό, περίπου 10 χλμ απόσταση, τον ευχαρίστησα σηκώνοντας το χέρι και απομακρύνθηκα. Η διάθεση ήταν πολύ καλή, τα πόδια ξεκούραστα και έχοντας γράψει τα πρώτα 20 χλμ, περνούσα μέσα από το επόμενο χωριό. Εδώ είχαν ήδη ξεκινήσει να ψήνουν τον οβελία, με την ακολουθία των κατάλληλων ασμάτων φυσικά. Από το πουθενά, ήρθε η εικόνα του πατέρα μου, που κάθε Κυριακή του Πάσχα σηκωνόταν νωρίς, να ανάψει τα κάρβουνα για το κοκορέτσι και το αρνί. Καθόταν εκεί στην άκρη, με το καπελάκι του, υπομονετικά, ακούγοντας λαϊκά από το μικρό ράδιο που είχε. Τέτοια ώρα σκέφτηκα (κοντά στις 11:00) θα είχε βάλει πάνω στη φωτιά το κοκορέτσι, και θα μας φώναζε να τον βοηθήσουμε για το αρνί. Έφυγε από κοντά μας το προηγούμενο καλοκαίρι, αλλά σήμερα ήταν πάλι εκεί, να ψήνει το αρνί μας. Ο δρόμος άνοιγε, τα πόδια είχαν ζεσταθεί αρκετά και προσπέρασα ένα παλικαράκι με ένα ποδήλατο, που προφανώς βόλταρε. Λίγο πιο κάτω σταμάτησα αναγκαστικά και με προσπέρασε. Συνέχισα και πάλι και σε λίγο τον πλησίαζα. Δεν θα ήταν πάνω από 16 χρονών, με μια φόρμα και ένα φούτερ περασμένο στους ώμους, με ένα απλό ποδηλατάκι να κάνει τη βόλτα του. Χωρίς έννοιες, χωρίς βάσανα να τον απασχολούν, απλά να απολαμβάνει το ποδήλατο του… Σκέφτηκα ότι σε αυτήν την ηλικία θα ήταν ο Γιωργάκης μας, όταν ξεκινούσε το ποδήλατο πριν μερικά χρόνια. Κανείς δεν περίμενε, ότι δεν θα βόλταρε πάλι μαζί μας. Πόσο κρίμα, πόσο άδικο ήταν αυτό που έγινε… Μας λείπεις μπαγάσα, από τις βόλτες μας, από την ζωή μας. Ο 1ος γύρος ολοκληρώθηκε και έμπαινα στον 2ο. Άκουγα την μουσική μου, τα πόδια έκαναν ξεκούραστα τη δουλειά τους κι’ εγώ ρουφούσα εικόνες και μυρωδιές. Η ανυπαρξία των αυτοκινήτων, έκανε ακόμα πιο έντονη την εμπειρία. Υπάρχει καλύτερο πράγμα από το να ποδηλατείς δυνατά στην εξοχή; Όχι δεν υπάρχει θα απαντήσω πρώτος! Μπροστά σε αυτήν την εμπειρία, όλα εξαφανίζονται. Τα άγχη της καθημερινότητας, τα προβλήματα της δουλειάς, τα οικονομικά χρέη και οι παντός είδους υποχρεώσεις, που αντιμετωπίζουμε από το πρωί που θα σηκωθούμε από το κρεβάτι μέχρι που θα κοιμηθούμε. Εγωισμοί, κακές συνήθειες και άσχημοι τρόποι, όλα εξαγνίζονται μέσα σε αυτήν την πεμπτουσία εικόνων, μυρωδιών, αναμνήσεων και καθαρής, ανόθευτης αδρεναλίνης. Σκέφτηκα ένα καυγά που είχα κάνει χτες με την γυναίκα μου, τη σύντροφο της ζωής μου εδώ και 12 χρόνια. Ήταν από αυτούς τους καυγάδες που μοιάζουν σοβαροί, αλλά αν σε κάποιον πεις την αιτία θα πέσει κάτω από τα γέλια. Πόσο χαζό έμοιαζε αυτό τώρα, όντως αποκομμένος από τα «εγκόσμια» και αφιερωμένος σε αυτό που λάτρευα να κάνω. Το πρώτο πράγμα που θα έκανα μπαίνοντας σπίτι, ήταν να την πάρω αγκαλιά « …και ας παν στην ευχή τα παλιά», που έλεγε το άσμα. Είχα μπει στην τελική ευθεία και πλησίαζα την πόλη και το όριο των 100 χλμ. Κακώς ανησυχούσα για πιθανά μπλόκα της αστυνομίας – άλλωστε ποτέ δεν με σταμάτησαν για έλεγχο. Οι άνθρωποι αυτοί επέλεξαν να αφήσουν το θέμα στην κρίση των πολιτών και πολύ καλά έκαναν. Ελάχιστα αυτοκίνητα είχα πλέον συναντήσει εδώ και 3μιση ώρες στο δρόμο. Πέρασα μέσα από την πόλη και ξεκίνησα τον 3ο γύρο μου. Οι πιθανότητες να τον ολοκληρώσω ήταν 50/50, άλλωστε είχα σχεδιάσει εναλλακτικές διαδρομές. Στο δρόμο για το επόμενο χωριό χαιρετηθήκαμε με ένα φίλο ποδηλάτη, φρέσκο στο άθλημα. Δυστυχώς, ύστερα από αρκετά χρόνια που διοργανώνω αγώνες, δεν κατάφερα να προσελκύσω νέο αίμα, εκτός από ελάχιστα άτομα. Ακόμα μετριόμαστε στα δάχτυλα. Η κατάρα της ποδηλατικής παιδείας στη χώρα μας, δυστυχώς. Οι ηλεκτρολύτες είχαν τελειώσει και έμεναν μερικές γουλιές νερό. Το χειρότερο ήταν οι μυϊκοί πόνοι που ξεκινούσαν, στα διάφορα σημεία του σώματος. Παραδόξως οι λιγότεροι πόνοι ήταν στα πόδια. Σταμάτησα, έκανα διατάσεις, έφαγα το μαντολάτο μου και έβγαλα φωτογραφίες, δίνοντας χρόνο στο σώμα μου. Το κόλπο έπιασε και πλέον ποδηλατούσα πιο άνετα. Μετά από 2 χωριά, σταμάτησα σε μια πηγή για νερό. Ακόμα έμεναν 15 χλμ, αλλά ήταν – όπως οι περισσότεροι θα ξέρετε – τα πιο δύσκολα από όλα. Πήρα το ένα και μοναδικό τζελάκι, ήπια αρκετό νερό και ξεκίνησα. Το μυαλό πλέον είχε αδειάσει από σκέψεις, τίποτα δεν μου κατανάλωνε φαιά ουσία. Απλά προσπαθούσα να ανακουφιστώ από τους διάφορους πόνους, αλλάζοντας θέση στο τιμόνι και στη σέλα, προσέχοντας να διατηρώ ταχύτητα και παλμούς. Σε μισή ώρα έμπαινα στην πόλη και βρισκόμουν στην τελική ευθεία. Ξαφνικά είδα το γνωστό μπλόκο της αστυνομίας, και έναν ένστολο να βγαίνει στο δρόμο και να με κοιτάει. Σκέφτηκα «μη με σταματήσεις τώρα, γιατί δεν θα μπορώ να ξεκινήσω… και τι να εξηγώ για σωματική άσκηση, μετά από 5 ώρες…». Περνώντας δίπλα τους, απλά μιλούσαν χαμογελώντας, όλα καλά. Μπήκα στην πόλη και σταμάτησα δεξιά ικανοποιημένος. Το κοντεράκι έγραφε 140 χλμ και ζητωκραύγασα (σεμνά) μόνος μου. Ήταν από τις καλύτερες βόλτες μου, σίγουρα η καλύτερη αυτής της χρονιάς. Τι άλλο να θέλει κανείς στη ζωή του; Υγεία, αγάπη και ποδήλατο. Καλές βόλτες παίδες