Share on Facebook Share on Twitter Μια και η λέξη αυτού του μήνα είναι “φορμάρισμα” – σε κάποια φάση θα σας εξηγήσω το λόγο – και πλησίαζε Κυριακή, στο μυαλό μου έπρεπε να γίνει μια μεγάλη προπόνηση. Πάμε λίγο πίσω… Οι προπονήσεις μου ξεκίνησαν πριν 2 εβδομάδες. Ουσιαστικά αποτελούνται από τέμπο 1 ώρας, 1 ανάβαση και διαδρομές με λίγα υψομετρικά. Συνολικά διαρκούν το πολύ μέχρι 2 -2.5 ώρες στη σέλα. Ο βλαμμένος σχεδιασμός Ερχόμαστε τώρα στο Σάββατο. Για κάποιο λόγο, κλείδωσε στο μυαλό να κάνω την “ξεχασμένη” εδώ και χρόνια διαδρομή Φλώρινα – Έδεσσα – Φλώρινα. Ξεχασμένη για καλό λόγο, γιατί είναι 160 χλμ με πάνω από 1000 υψομετρικά, 6 έως 7 ώρες στη σέλα (ανάλογα το ρυθμό και την παρέα), με πολύ ζέστη και συνήθως κόντρα αέρα στο γυρισμό. Από τα παραπάνω κρατάμε τις ώρες πάνω στη σέλα, και τις συγκρίνουμε με τις δικές μου, στην προηγούμενη παράγραφο. Καταλάβατε που το πάω… Κανείς λογικός άνθρωπος δεν θα επέλεγε να κάνει απότομα τα 3πλάσια χιλιόμετρα και τις 2πλάσιες ώρες πάνω στη σέλα. Έναντι σε κάθε λογικό επιχείρημα λοιπόν, το πρωί της Κυριακής στις 9:15 κούμπωνα στα πεντάλ. Ξεκίνησα και από τα πρώτα χιλιόμετρα, προσπαθούσα να “υπονομεύσω” τον εαυτό μου. “Μεγάλε, βλέπεις ότι τα πόδια δεν πάνε…”. “Θα πάω χαλαρά τότε” ήταν η απάντηση και όντως συνεχώς κινούμαστε – εγώ και ο εαυτός μου – με 25 μ.ω.τ. Στο πρώτο λόφο έξω από το Αμύνταιο, κινηθήκαμε συντηρητικά και βγήκε απροβλημάτιστα. “Συνεχίζουμε μέχρι Άρνισσα και μετά κάνουμε το γύρο της Βεγορίτιδας. 120 χλμ είναι αυτά, δεν είναι λίγα…”. “Θα δούμε όταν φτάνουμε εκεί…” ήταν η αποστομωτική απάντηση. Μεγάλη κατηφόρα και ξεκίνημα 2ου λόφου, έξω από το Μανιάκι. “Άμα θέλεις, πάμε μέχρι τη διασταύρωση μετά τις γραμμές και ανεβαίνουμε το λόφο πίσω από Άρνισσα. Θα γράψουμε παραπάνω χλμ έτσι…”. Αυτή τη φορά μου έριξε ένα ειρωνικό βλέμμα απλά. Δεν νομίζω ότι θα πετύχαινα το έργο! Όταν τελικά κατηφορίζαμε από τον 3ο λόφο, έβλεπα μετά λύπης ότι θα συνεχίζαμε προς Έδεσσα. “Μια χαρά πάμε” μου είπε κοφτά “No problema senior!” Και με τον Ισπανικό καλπασμό, προσπεράσαμε την διασταύρωση και συνεχίσαμε για τον 4ο λόφο. Ο σχεδιασμός μου είχε αποδειχθεί βλαμμένος… Η επέλαση στην Πέλλα Λίγο πριν την κορυφή του 4ου λόφου, σαν από μηχανής θεός, ένας μπάρμπας με τρακτέρ και χορτοκοπτικό κοτσαρισμένο άριστα, με προσπέρασε. “Αυτά είναι!” σκέφτηκα και αμέσως έκανα κολλητήρι για μερικές εκατοντάδες μέτρα. Μετά βρέθηκα στην κατηφόρα προς Άγρα, στην ακόμα μεγαλύτερη με τα πολλά χιλιόμετρα – ο οδηγός εκείνου του μαύρου ΣΟΥΒ ακόμα θα θυμάται την προσπέραση – προς Έδεσσα και πριν το καταλάβω, ήμουν στους καταρράκτες ψάχνοντας για ένα ήρεμο καφέ. Βρήκα ένα μικρό παιδότοπο και εκεί στην παχιά σκιά από τα δέντρα, έκατσα να ξαποστάσω. Η ερώτηση του 1 εκατομμυρίου ευρώ ήταν φυσικά “Καλά ήρθα, πώς θα γυρίσω πίσω;” Κοίταξα τα ψηλά δέντρα, αυτά κοίταξαν πίσω εμένα, αλλά κανείς μας δεν απάντησε… Όταν το ρολόι χτύπησε 13:00 – που λέει ο λόγος-, έβαλα πάλι τα αξεσουάρ και ξεκίνησα. Είχα και την καινούργια στολή, αλλά περιέργως δεν τραβούσα τα βλέμματα. Σήκωσα αδιάφορα τους ώμους και συνέχισα. Ήταν πολλά τα 35άρια! Στο τελευταίο φανάρι, χτύπησα το τζελάκι και ετοιμάστηκα ψυχολογικά για την ανάβαση προς Άγρα. Ουσιαστικά, η ανάβαση αυτή έχει μερικά 12αρια αλλά είναι μικρή (αλλά τριανταφυλλένια). Τα βασικά θέματα εδώ είναι πάντα η κίνηση και η υπερβολική ζέστη. Κίνηση δεν είχε πολύ, αλλά από ζέστη…. Στο Άγρα σταμάτησα στην άκρη, κάτω από μια πολύτιμη σκιά και με προσπέρασε μια νεκροφόρα. “Όχι ακόμα, κουφάλες” σκέφτηκα “όχι ακόμα!” Βγήκα από το χωριό και σε λίγο ξεκινούσα την αργή ανάβαση προς τον 4ο λόφο που είχα περάσει 2 ώρες πριν. Οι κλίσεις δεν ήταν πάνω από 3-4%, αλλά το κοντέρ ήταν κολλημένο στους 35 C. Και κόπο αλλά και με ωραίο τρόπο, βγήκα στην κορυφή και σταμάτησα για την επείγουσα ανάγκη. Το κοντέρ έγραφε 95 χλμ και είχα συμπληρώσει 800 υψομετρικά. Ξεκίνησα με ορθοπέταλο αλλά τα πόδια ήταν σαν κούτσουρα και φυσικά δεν κρατήθηκα. “Την κάτσαμε μεγάλε, τώρα πώς θα γυρίσουμε πίσω; Ε;” Καμία απάντηση από τον μεγάλο… Αφεντικό, όχι άλλο κάρβουνο… Μεταξύ πόνου, οριακής αφυδάτωσης και καταιγισμού αρνητικών σκέψεων, άκουσα ένα χτύπημα στο αριστερό τζάμι. Μια μαυρισμένη φάτσα, με δόντια που εξείχαν δεόντως, ένα μαύρο ξεφτισμένο γιλέκο και μια φτηνιάρικη τραγιάσκα, έκανε συνεχώς γκριμάτσες φωνάζοντας, αλλά ο θόρυβος από τον κλίβανο δε με άφηνε να ακούσω. Κατέβασα το τζάμι και η μαυρισμένη φάτσα μπούκαρε από το παράθυρο. “Αφεντικό, όχι άλλο κάρβουνο…” “Τι εννοείς;” του απάντησα αλαφιασμένος. “Η καρβουνιέρα άδειασε, δεν έχει άλλο κάρβουνο να ρίξω!” Σκέφτηκα και του απάντησα. “Λοιπόν παλικάρι (δεν θυμόμουν το όνομα του), θα πας στο πίσω βαγόνι για τους επιβάτες, και θα πάρεις καρέκλες, τραπέζια, κομοδίνα ό,τι ξύλινο βρεις, θα τα σπάσεις και θα τα ρίξεις μέσα, εντάξει;” “Εντάξει, αφεντικό” απάντησε γελώντας, επιδεικνύοντας περισσότερο τα πεταχτά του δόντια. Απλά έπρεπε να περάσω το λόφο για να κατηφορίσω και να στρίψω για Άρνισα. Εκεί θα έβρισκα προμήθειες… Ο συνηθισμένος μαύρος καπνός από το φουγάρο, είχε δώσει τη θέση του σε ένα καφετί καπνό, ενώ η μυρωδιά από καμένο λούστρο είχε γεμίσει το θάλαμο. “Πάει και η επίπλωση” σκέφτηκα, και πλέον η ατμομηχανή σερνόταν πάνω στις πυρωμένες ράγες. Φτάνοντας Βεγορίτιδα Αφού βγάλαμε το λόφο, σε λίγο στρίβαμε προς Άρνισα. “Λεβέντη, φτάνουμε” του φώναξα αλλά τον είδα να κοιμάται στο γυμνό πάτωμα και δεν τον ενόχλησα πάλι. Το σχέδιο ήταν κλασσικό. Αλμυρή τροφή (βλέπε πατατάκια) και αναψυκτικό με μπόλικη ζάχαρη (βλέπε κόκα κόλα) για αναπλήρωση αλάτων και γλυκογόνου. Και φυσικά μπόλικο κρύο νερό! Ξεκουράστηκα για κάνα 20λεπτο και ξεκίνησα. Είχα ακόμα 55 χλμ, η θερμοκρασία έπαιζε στους 31 C και καμία βοήθεια. Αυτό το τελευταίο το έστειλα στο ινμποξ για να το ξαναδιαβάσω, και να μη μπλέξω με τέτοιες καταστάσεις. Ο γύρος της λίμνης, ήταν σχετικά εύκολος, με λίγο κόντρα άνεμο, 1 μόνο αυτοκίνητο και 30αρια. Αλλά, το σώμα πλέον είχε καταρρεύσει. Αυτό είναι το βασικό πρόβλημα με τις μεγάλες αποστάσεις: Αρχίζουν να πονάνε τα πάντα, εκτός από τα πόδια. Απλά γιατί δεν μπορείς να πιέσεις και να θέλεις. Πόναγαν οι ώμοι, πόναγαν οι μύες που συγκρατούσαν το κεφάλι, η μέση και φυσικά ο κ@λ@ς. Αυτό σήμαινε ότι δεν μπορούσα να κρατήσω ρυθμό, 3 πάταγα 1 άφηνα. Και φυσικά οι παλμοί ήταν στο θεό.. Μετά δακρύων και βασάνων έφτασα στον Άγιο Παντελεήμονα, 1η αργό και ανέβηκα το λόφο των 200 μέτρων και συνέχισα για Αμύνταιο. Το τελευταίο πόδι Έφτασα στο γνωστό περίπτερο, πήρα μια ακόμα κόκα (κόλα), ξέχασα να πάρω νερό (λάθος) και μετά από 10΄(επίσης λάθος), συνέχισα. Έμενε ουσιαστικά ο λόφος στο Κλειδί και ξεκινώντας είδα τον άνεμο να μου φυσάει κόντρα. “‘Ωρε, τι τεράστιο κερασάκι είναι αυτό!” και ξεκίνησε το μαρτύριο. Ο ρυθμός; Αν είχε βρέξει και είχαν βγει τα σαλιγκάρια, άνετα κοντραριζόμουν με αυτά! Δεν μπορούσα να πάρω τζελάκι γιατί το στομάχι μου ήταν κόμπος, νερό είχα ελάχιστο και ζεστό και όποτε έπινα ηλεκτρολύτες αναγούλιαζα. Με αυτήν την ωραία ατμόσφαιρα, έφτασα τελικά στην κορυφή, σταμάτησα δίπλα στην παράγκα και άρχισα τις διατάσεις, όπως ποτέ δεν κάνουν οι pro! Ξεκίνησα την ελαφρά κατηφόρα και μια φαεινή ιδέα εμφανίστηκε εμπρός μου. ” Το σούπερ στη Σιταριά”, το τελευταίο χωριό που συναντούσα πριν τη Φλώρινα. Τα πόδια φορτίστηκαν – τι σου κάνει η ψυχολογία – και σε λίγο πάρκαρα έξω από το σουπερ, που έμοιαζε με όαση στην ποδηλατική έρημο. Χτύπησα 1μισο λίτρο παγωμένο νερό και ένα χυμό και έκατσα στο κεφαλόσκαλο. Έπινα μικρές γουλιές και ταυτόχρονα λουζόμουν με αυτό, έβρεχα χέρια, πόδια, πρόσωπο, κεφάλι, προσπαθώντας να συνέλθω. Κοιτούσα το ρολόι και οι παλμοί μου ήταν ακόμα υψηλοί, πάνω από 90. “Κανείς δε με κυνηγάει” σκέφτηκα “θα πάρω το χρόνο μου να συνέλθω”. Λίγο νερό, λίγος χυμός και τσούκου τσούκου, το σώμα άρχισε να επανέρχεται. Όταν οι παλμοί έπεσαν ικανοποιητικά, σηκώθηκα να φύγω. Επίλογος (επιτέλους!) Αν η έκφραση “καινούργια πόδια” δεν σημαίνει κάτι για εσάς, τότε δεν έχετε τολμήσει (ακόμα) παράλογες αποστάσεις. Τα πόδια πέταγαν και εκείνα τα τελευταία 15 χλμ, πέρασαν σαν όνειρο θερινής νυκτός, αναίμακτα και ευχάριστα. Έφτασα στο γκαράζ, ξεκούμπωσα, μπήκα μέσα και ξαπόστασα σε μια καρέκλα κήπου που έχω εκεί. Κούνησα απλά το κεφάλι μου και ξεφύσηξα. That’s cycling my friend…