Share on Facebook Share on Twitter Η κάθοδος, μια μέρα πριν Το Σάββατο πρωί, μετά από καλό ύπνο και ένα χαλαρό πρωινό, φορτώνω ποδήλατο και πράγματα στο αυτοκίνητο και αποχαιρετώ τους δικούς μου. Κατεβαίνω νότια (από Θεσσαλονίκη) πολύ χαλαρά, είχα όλη την ημέρα μπροστά μου. Με την ευκαιρία, κατά την κάθοδο περνάω από Παρνασσό και Ελικώνα για να βολιδοσκοπήσω την κατάσταση των δρόμων. Στον Παρνασσό είχε πολύ χιόνι δεξιά κι αριστερά του δρόμου, ενώ στην Αράχοβα γινόταν χαμός, μποτιλιάρισμα… Καλά που θα περάσω την Δευτέρα κι όχι την Κυριακή… Λίγο παρακάτω, περνώντας από την Αρβανίτσα, οι φόβοι μου επιβεβαιώθηκαν. Το μέρος στην κατάσταση που είναι, χιονισμένο, ήταν ακατάλληλο για κατασκήνωση, τουλάχιστον με τα δεδομένα της ΣΡ και υπό τις συνθήκες κούρασης στις οποίες θα βρίσκομαι δύο βράδια αργότερα. Όταν είσαι εξαντλημένος, τουρτουρίζεις και είναι πολύ άβολη κατάσταση ώσπου να βάλεις κάτι ζεστό μέσα στο στομάχι σου. Πέραν τούτου, δεν υπήρχε «μονωμένη» θερμή επιφάνεια για ύπνο. Θα έπρεπε να κοιμηθώ πάνω στο χιόνι, χωρίς υπόστρωμα όπως είπαμε νωρίτερα. Επιπλέον, νερό πράγματι δεν είχε, οι δύο βρύσες στην περιοχή δεν έτρεχαν. Ο καλός ο ραντονέρ, που διαθέτει και καμινέτο, μπορεί βέβαια να λιώσει χιόνι, όμως αυτό απαιτεί χρόνο. Εξάλλου, το χιόνι τριγύρω ήταν βρώμικο, με βελόνες και διάφορα άλλα φυτικά και μη μπιρμπίλια, καθώς και ανθρώπινες πατημασιές και λάσπες παντού. Ο χώρος γύρω από την ταβέρνα φιλοξενεί πολύ κόσμο κατά τη διάρκεια της ημέρας, πόσο δε μάλλον το Σαββατοκύριακο.Όλοι αυτοί αφήνουν τα σημάδια τους στο χιόνι, οπότε θα έπρεπε οπωσδήποτε να κάνω χρήση των τσαλακωμένων μπουκαλιών για καθαρό νερό. Τελικά αποφασίζω πως, με τον συνδυασμό όλων των παραπάνω,η Αρβανίτσα είναι άκυρη, και ο δεύτερος ύπνος θα γινόταν κάτω, στη Θίσβη, Δομβραίνα ή όπου θα έβρισκα νερό. Φτάνω Λουτράκι το βραδάκι. Βρίσκω εύκολα ξενοδοχείο, καθώς η τουριστική κίνηση είναι ανύπαρκτη αυτήν την εποχή. Αφήνω το ποδήλατο μέσα στο αυτοκίνητο, δεν κυκλοφορεί ψυχή έξω, άρα ούτε και κλέφτες. Κάνω μπάνιο και ετοιμάζω τα ρούχα για το πρωί. Τρώω τα τελευταία μακαρόνια που είχα στο ταπεράκι μου, και ρυθμίζω το κινητό να χτυπήσει στις 5.00. Πέφτω για ύπνο, λίγο ανήσυχος αλλά πολύ περισσότερο γαλήνιος. Έχω περάσει τον Ρουβικώνα προ πολλού, δεν υπάρχει πια επιστροφή, άρα και οποιοδήποτε άγχος δεν έχει πλέον νόημα, και η καρδιά μου το ξέρει αυτό… 1η μέρα Το πρωί σηκώνομαι μετά από 2 10΄ snooze. Με προβλεπόμενη ώρα εκκίνησης τις 6.30, δεν υπάρχει βιασύνη. Για καλή μου τύχη, το δωμάτιο έχει μέσα βραστήρα και φακελάκια νεσκαφέ, οπότε πέρα από το πρωινό από σάντουιτς με ταχίνι/σοκολάτα που είχα ετοιμάσει απ’ το σπίτι, πίνω και καφέ… Κυριλέ! Στο αυτοκίνητο μπροστά στο ξενοδοχείο, ανταλλάσσω το σακ-βουαγιάζ με ρούχα και πιτζάμες,με το ποδήλατο. Κλειδώνω και αποθηκεύω το κλειδί σε ασφαλές μέρος για το ταξίδι του των 600 χιλιομέτρων πριν ξαναχρειαστεί. Καβαλάω και ρολάρω χαλαρά μέσα στη νύχτα μέχρι τον καταρράκτη για την φώτο κοντρόλ εκκίνησης. Την στιγμή που προσεγγίζω, ο αρχιτεκτονικός φωτισμός του καταρράκτη σβήνει, βυθίζοντας τον στο σκοτάδι. Υπέροχα, σιγά μη δε φανεί στο φόντο της φωτογραφίας! Τέλος πάντων, η διαμόρφωση του χώρου στο προσκήνιο, με κάτι φοινικόδεντρα και πετρόχτιστα πεζούλια είναι αρκετά χαρακτηριστική για να είναι αναγνωρίσιμη από τον κοντρολιέρη. It’ll have to do. Εκκίνηση στις 6:36 Στροφάρω και το ποδήλατο ρολάρει εύκολα περνώντας με νότια κατεύθυνση μέσα από το ακόμα κοιμισμένο Λουτράκι. Το πρωινό είναι γλυκό, έχει μια πολύ ευχάριστη δροσιά και το σώμα μου γρήγορα ισορροπεί στη θερμοκρασία λειτουργίας του. Οι αισθήσεις είναι σε εγρήγορση, ενώ η ψυχολογία είναι ταυτόχρονα ήρεμη, υπολογιστική, διερευνητική του στυλ «τι θα συναντήσω άραγε μπροστά μου;», και σε μια κατάσταση προσδοκίας του τύπου «ανυπομονώ να δω που και πως θα είμαι απόψε;» Φτάνω στον Ισθμό και, διασχίζοντας τη γέφυρα, μπαίνω σε ένα τμήμα γνώριμο από παλαιότερα Πελοποννησιακά μπρεβέ. Το ξημέρωμα αποκαλύπτει τον συννεφιασμένο ουρανό, ενώ πέρα μακριά προς τα νότια μαζεύεται μαυρίλα. Ευτυχώς μετά το Χιλιομόδι η διαδρομή στρίβει δυτικά, προς μία κατεύθυνση με τέλος πάντων πιο ανοιχτό ουρανό. Κρατάω όσο μπορώ έναν αερόβιο ρυθμό, αποφεύγοντας να πατήσω με δύναμη στο πετάλι. Εντάξει, στα ανηφοράκια δεν γίνεται αυτό, αλλά και πάλι παίζω με τους λεβιέδες μέχρι που να κουμπώσω τις σχέσεις εκείνες που δεν κουράζουν τα πόδια. Οι αργές ταχύτητες ξενίζουν, αλλά αν κρατηθούν οι χρόνοι των διαλειμμάτων μικροί, τα χιλιόμετρα θα βγουν. Αυτή είναι και η γενική τακτική για την εκτέλεση. Περνάω το Χιλιομόδι,και μετά τη διασταύρωση προς Δερβενάκια και Άργος, προσεγγίζοντας την Αρχαία Νεμέα, ο κεντρικός δρόμος είναι κλειστός για έργα, οπότε παίρνω τη μικρή παράκαμψη βόρεια. Συνεχίζω περνώντας τις Νεμέες, την αρχαία και την πιο πρόσφατη. Ενώ δεν έχει βρέξει, το οδόστρωμα είναι κατά τόπους βρεγμένο από την υγρασία, ενώ στον ουρανό επικρατεί συννεφιά με μικρά διαστήματα αδύναμης λιακάδας. Η υγρασία στην άσφαλτο προκαλεί την προσκόλληση από μικρά πετραδάκια στα λάστιχα. Αυτό αφενός μ’ εκνευρίζει γιατί περίμενα το οδόστρωμα να είναι στεγνό, αφετέρου μ’ ανησυχεί καθώς αυξάνει την πιθανότητα για λάστιχο, το οποίο με τέτοιο κρύο και υγρασία θα είναι δύσκολο, βρώμικο και χρονοβόρο ν’ αλλάξει, και δεν έχω καμία όρεξη για τέτοια με το καλημέρα. 1η Ανάβαση Μερικές δεκάδες μέτρα πριν τον Γαλατά ξεκινά η πρώτη αληθινή ανηφόρα της ΣΡ, που καταλήγει όχι πολύ αργότερα ανώδυνα στο Ψάρι (τι όνομα για χωριό!). Αφήνοντάς το ο δρόμος κατεβαίνει τραβερσάροντας ένα βουναλάκι στην αριστερή πλαγιά του. Το οδόστρωμα είναι πολύ κακό με λακκούβες, και βαράει το ποδήλατο. Η τοπογραφία είναι η τυπική της βόρειας Πελοποννήσου, με διακριτές λεκάνες των οποίων ο επίπεδος, αγροτικός πυθμένας περιβάλλεται από βουνά, πότε κοντά, πότε ψηλά. Προσωπικά, χωρίς ποτέ να έχω μπορέσει να το εξηγήσω, δεν με πολυαρέσει αυτό το στυλ. Ίσως ασυνείδητα η διαμόρφωση αυτή να ευνοεί τον διαχωρισμό σε «οι δικοί μας» και «οι άλλοι, της διπλανής κοιλάδας», αντί να ενώνει σε ένα ενιαίο «εμείς», δεν ξέρω, αλλά έτσι είναι το ανάγλυφο εδώ… Τέλος πάντων, στο τελείωμα της κατάβασης μερικά ανηφορικά μέτρα σε περνάνε πάνω από το χείλος και σε ρίχνουν στην γειτονική λεκάνη, αυτή της λίμνης Στυμφαλίας. Η επιφάνεια της λίμνης είναι εν πολλοίς κρυμμένη κάτω από καλαμιές, ενώ γύρω γύρω οι κορυφές των λόφων είναι πασπαλισμένες με χιόνι. Στη νοτιοδυτική γωνία της λίμνης σταματάω σ’ ένα κιόσκι για το πρώτο ουσιαστικό διάλειμμα. Ανοίγω τη μία από τις δύο συσκευασίες γεμιστά μπισκότα. Ήδη έχω διανύσει πάνω από 80 χιλιόμετρα σε τεσσεράμισι ώρες, είμαι on schedule σύμφωνα με το πλάνο και αυτό μου προκαλεί μεγάλη ευχαρίστηση και αυτοπεποίθηση εσωτερικά. Φεύγοντας από τη στάση, ένα λάθος πλοήγησης έχει ως αποτέλεσμα κάνα-δυο έξτρα χιλιόμετρα. 2η Ανάβαση Μετά από ένα μικρό χωριό που λέγεται Καρτέρι, αρχίζει η 2η ανάβαση. Πολύ γρήγορα φαίνεται πόσο καταπληκτική είναι, και όσο ανεβαίνω ξεχνάω την έγνοια που είχα για τα τμήματα υγρής ασφάλτου. Οι κλίσεις είναι απαλές, η γύρω βλάστηση είναι από κωνοφόρα, και η ψυχή μου συντονίζεται με το περιβάλλον. Τώρα μάλιστα, αυτά είναι! Φτάνοντας στην είσοδο του χωριού, σταματάω στη βρύση για να γεμίσω τα παγούρια μου. Κοιτάω το gpx που δείχνει να θέλει να σε στείλει από έναν πολύ απότομο,άνω διψήφιο,ανηφορικό τσιμεντόδρομο απροσδιόριστης κατεύθυνσης προς τα μέσα του χωριού. Ίσως να είναι λάθος, ίσως και σωστό, πάντως με 30 κιλά ποδήλατο δεν το συζητάω καθόλου και πάω από την πολύ μακρύτερη αλλά ηπιότερη άσφαλτο ζιγκζαγκωτά περιμετρικά του χωριού… Μόλις περνάω το διάσελο πάνω από το χωριό, βλέπω απέναντι πέρα μακριά την επόμενη ανάβαση και το πέρασμα προς Λυκούρια. «Ε, σε καμιά ώρα-μιάμιση εκεί θα είμαι», σκέφτομαι. Κατεβαίνοντας προς τον πάτο της επόμενης στη σειρά λεκάνης, αναγνωρίζω το τμήμα μεταξύ Μόσιας και διασταύρωσης Φενεού που το είχα διασχίσει από την πρώτη-πρώτη μου ΣΡ, αυτή της Κεντρικής Πελοποννήσου. Ήταν η πρώτη SuperRandonnée που άνοιξε το 2016 στην Ελλάδα, όταν τότε ο θεσμός ήταν σε βρεφική ηλικία για τη χώρα μας. Τα σκυλιά Μόλις περνάω μια γέφυρα, κάνα χιλιόμετρο πριν το δεύτερο κοντρόλ (το πρώτο ήταν η εκκίνηση), πετάγονται μπροστά μου από μια αυλή τρία σκυλιά με άγριες διαθέσεις. Σταματάω για να μην τα χτυπήσω και αγριεύω κι εγώ για να τα διώξω. Επιδεικνύουν την κλασική, ηλίθια συμπεριφορά των βλαμμένων σκυλιών, αυτή δηλαδή που στιγμιαία κάνουν μερικά βήματα πίσω, αλλά μόλις πας να φύγεις επανέρχονται μπροστά σου στο ένα μέτρο, μη τολμώντας να πλησιάσουν περισσότερο, γαβγίζοντας, δείχνοντας δόντια και μπλοκάροντας τον δρόμο. Σημειωτέον το γάβγισμα είναι εκνευριστικό μεν αλλά δεν με πειράζει πέρα από τον να μου χαλάει την ησυχία, αλλά όταν ένα σκυλί μου δείχνει δόντια με εξοργίζει. Μετά από δύο στροφές αυτού του τελετουργικού περισσότερο από οτιδήποτε άλλο χορού, με την άκρη του ματιού μου παρατηρώ το αφεντικό τους, μια γριά, να παρακολουθεί με απάθεια τη σκηνή από την αυλή της. Της φωνάζω να τα μαζέψει για να περάσω και να φύγω, αυτή με κοιτάει… γυρίζει την πλάτη και μπαίνει μέσα! Παίρνω ανάποδες! Ακουμπάω το ποδήλατο κάτω και πιάνω τα σκυλιά στο κυνήγι. Όλα τα σκυλιά είναι χέστες όταν τα κυνηγάς. Αυτά δεν διαφέρουν και εξαφανίζονται προς το σπίτι. Βλέποντας την ευκαιρία να τελειώσει η φάση εδώ, όσο κι αν τα ’χω πάρει συγκρατιέμαι να μην πάω κι εγώ προς τα εκεί, και κάνω να επιστρέψω στο ποδήλατο. Μόλις γυρνάω την πλάτη, αυτά κάνουν να ξαναορμήξουν, αλλά στρίβω το κεφάλι και ρίχνω ένα βλέμμα προς την κατεύθυνσή τους, και κάνουν πάλι αναστροφή. Φτάνω στο ποδήλατο, το σηκώνω, καβαλάω και φεύγω, καθώς αυτά κάνουν πάλι να έρθουν. Ένα τελευταίο βλέμμα τα σταματάει και μου δίνει την ευκαιρία να απομακρυνθώ οριστικά, μέσα στη φασαρία των γαβγισμάτων τους… Και τώρα το κοινωνικό σχόλιο της ημέρας: όσο κι αν προσπαθώ να δείχνω κατανόηση, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, σαν αυτήν την γριά καλή ώρα, των οποίων η συμπεριφορά είναι απαράδεκτη, και κατά την άποψή μου αντικοινωνική. «Σκυλί είναι, ότι θέλει θα κάνει» ακούω συχνά. Λάθος! Το σκυλί είναι εύπλαστο, εκπαιδεύεται και θα κάνει ότι του μάθεις. Το ίδιο όπως το παιδί σου. Το γεγονός ότι, κατά μέσο όρο, στην Ελλάδα δεν έχουμε την παιδεία, ή έστω την στοιχειώδη καλλιέργεια να αντιληφθούμε ότι εμείς, ως κυρίαρχο είδος,οφείλουμε να εκπαιδεύουμε τα σκυλιά μας να διαχωρίζουν τους απλούς ανθρώπους από τις απειλές, απλά φανερώνει το επίπεδό μας. Στις πολιτισμένες χώρες, τέτοιου είδους περιστατικά δεν συμβαίνουν. Εδώ είναι το σύνηθες. Και για να προλάβω αυτούς που θα πούνε «άμα δε σ’ αρέσει, πάνε ζήσε στις πολιτισμένες σου χώρες, εδώ έτσι είμαστε και δεν αλλάζουμε», θα απαντήσω ότι αυτό ακριβώς επιβεβαιώνει το επίπεδο που λέγαμε, καθώς ισοδυναμεί με το να λέμε είμαστε στραβοί, το ξέρουμε αλλά δεν θα προσπαθήσουμε καν ν’ αλλάξουμε γιατί ακριβώς είμαστε στραβοί, κρυβόμενοι πίσω από το δάχτυλο της ντεμέκ υπερήφανης ελληνικής μας κουλτούρας. Κατά μέσο όρο βέβαια, υπάρχουν και πολλά πολλά αντιπαραδείγματα του ακριβώς αντίθετου, ας διατηρήσουμε την ελπίδα… Τέλος πάντων, σταματάω τη γκρίνια και συνεχίζω την ιστορία. Απομακρυνόμενος από τη φασαρία, εκτονώνω την κακία μου με μία σκέψη: «τυχερή η γριά που έχω όριο χρόνου…» 2ο κοντρόλ Φτάνω στο κοντρόλ δύο λεπτά αργότερα. Ακουμπάω το ποδήλατο στους κάδους σκουπιδιών που οι πολύ έξυπνοι υπάλληλοι του δήμου τοποθέτησαν ακριβώς μπροστά στην πινακίδα (τι ρομαντικό!) και τραβάω την φώτο. Ανασυντάσσομαι και καταναλώνω μερικά γεμιστά μπισκότα, τα οποία έχω ήδη διαπιστώσει από το προηγούμενο «γεύμα» στη Στυμφαλία ότι πράγματι κάνουν πολύ καλή δουλειά! Συνεχίζω, και αρχικά η ανηφόρα είναι ήπια. Μόλις όμως πιάνω το αμφιθεατρικό κομμάτι της που γυρίζει τραβερσάροντας αριστερόστροφα, οι κλίσεις σκληραίνουν και η ανάβαση γίνεται πιο δύσκολη σε σχέση με την προηγούμενη για Καστανιά. Είναι όμως κι αυτή όμορφη, κι αυτή μέσα σε κωνοφόρα βλάστηση αποτελούμενη κυρίως από έλατα, με την κοιλάδα να απλώνεται στ’ αριστερά μου κάτω χαμηλά. Καθώς ανεβαίνω, νιώθω την ψύχρα να αυξάνεται, ειδικά στα ανήλια σημεία. Χειμώνας είναι για, να μην ξεχνιόμαστε. Δεν είναι να σταματήσεις, και με υπομονή η ανηφόρα σε φέρνει στο καθόλου ευκαταφρόνητο υψόμετρο των σχεδόν 1200 μέτρων, όπου κάνει κρύο, οπότε φοράω και την φλούδα για το κατέβασμα προς Λυκούρια. Από την άλλη πλευρά ευτυχώς χτυπάει ο ήλιος, και με την απώλεια των πρώτων δεκάδων μέτρων υψομέτρου η θερμοκρασία ανεβαίνει και ζεσταίνεται το κοκαλάκι μου. Περνάω το χωριό. Αρχίζω να χασμουριέμαι καθώς με πιάνει μια υπνηλία. Νωρίς είναι, σκέφτομαι, αλλά τέλος πάντων λίγα χιλιόμετρα παρακάτω σταματάω σ’ ένα λιβάδι. Το σώμα μου ζητάει αλμυρό, οπότε κάθομαι στο πεζουλάκι, ανοίγω το πρώτο πακέτο bakerolls και κατεβάζω το μισό. Ο ήλιος είναι δυνατός, μετωπικός και ευεργετικός. Η θερμότητά του συνδυάζεται με την υπνηλία μου, και, αφού κάνω έναν γρήγορο νοητικό υπολογισμό, δίνω την άδεια στον εαυτό μου και έτσι όπως είμαι ξαπλώνω στο χορτάρι και κλείνω τα μάτια. Οι μπρεβετάδες ξέρουν, δεν θέλει πολύ, δέκα λεπτά ένα τέταρτο να κλείσεις τα μάτια, και είσαι σαν καινούριος που λέει ο λόγος.