Share on Facebook Share on Twitter Ξυπνάω, καβαλάω και συνεχίζω, σ’ ένα σχετικά επίπεδο κομμάτι. Περνάω από Κλειτορία, στην οποία είχα κάνει σύντομη στάση μερικούς μήνες νωρίτερα τρέχοντας το 300αρι των χιονοδρομικών. Λίγο αργότερα ξεκινάει μια σχετικά εύκολη ανάβαση με ρηχές κλίσεις, η οποία μ’ αφήνει αδιάφορο από άποψη τοπίου. Δεν συγκρίνεται με τις δύο προηγούμενες. Προσπερνάω ένα χωριό που λέγεται Καστέλλι χαμηλότερα στη πλαγιά, και, ψηλά κοντά στο διάσελο, ο δρόμος ως οπτική εμπειρία κάπως βελτιώνεται. Τέλος πάντων, για το κατέβασμα ξαναφοράω το αντιανεμικό και συνεχίζω. Το κομμάτι μου φαίνεται γνώριμο, και συνειδητοποιώ ότι πρέπει να ήταν και αυτό μέρος της Super Randonnée Peloponnese Central, στην ανάποδη του έκδοση. Πράγματι, το θυμάμαι καθαρότερα περνώντας τον Πριόλιθο και ποδηλατώντας κατά μήκος της δεξιάς πλευράς του πυθμένα της νιοστής λεκάνης της ημέρας, μέχρι τη διασταύρωση Καλαβρύτων και το κοντρόλ. Πάτρα προ των πυλών Διαπιστώνω ότι η πινακίδα του αρχείου φωτογραφιών κοντρόλ δεν υπάρχει πια, και έχει αντικατασταθεί από μια καινούρια που δηλώνει και την απόσταση των 74 χιλιομέτρων μέχρι την Πάτρα. Είναι η πρώτη αναφορά στην Πάτρα και συνειδητοποιώ ότι κοντεύω στο τελείωμα της διαδρομής στην Πελοπόννησο, καθώς τα περισσότερα υψομετρικά της ημέρας είναι πλέον πίσω μου, ενώ μεγάλο μέρος του υπόλοιπου δρόμου μέχρι την κατασκήνωση είναι κατηφόρα και φλαταδούρα. Δεν είναι πολύ αργά το απόγευμα, αλλά καθώς η μέρα είναι μικρή, ο χαμηλός ήλιος στον εντελώς αίθριο ουρανό φωτίζει με έντονα κοντράστ. Δεν έχω πολύ φως μπροστά μου όμως, μία ώρα το πολύ. Στρίβω αριστερά στη διασταύρωση. Μερικά μέτρα πιο πέρα, πετάγονται μερικά τσοπανόσκυλα από ένα μαντρί, με τον κτηνοτρόφο αφεντικό τους να κοιτάει άπρακτος… (την κάναμε ήδη αυτή τη συζήτηση, n’ est-cepas?). Του φωνάζω να τα μαζέψει, αλλά αυτός θυμώνει και μου αντιμιλάει: τι θες εσύ τέτοια ώρα εδώ με το ποδήλατο; (The following paragraph contains scenes that some listeners may find disturbing, readers’ discretion is advised – Η παράγραφος περιέχει απρεπή περιφορά λόγου) Θα πάθει ζημιά ο πούστης, κι αυτός και τα σκυλιά του! «Άντε γαμ@σου ρε μαλ*κα, ότι ώρα θέλω θα περάσω και με ότι γουστάρω, δημόσιος δρόμος είναι. Μάζεψε τα γαμ@μένα τα σκυλιά σου ρε αρχ$δ* μη σου γαμ@σω τη @#&%@»κλπ κλπ… Δεν περιγράφω άλλο. Τέλος πάντων, μπορείτε να συνεχίσετε την ανάγνωση, αυτό ήταν και το τελευταίο περιστατικό με αναίσθητα αφεντικά σκυλιών, και για την υπόλοιπη ΣΡ δεν είχα άλλη συνάντηση με σκυλιά, εκτός από μία την επόμενη νύχτα βγαίνοντας από το Κυριάκι, που ήταν εντελώς συνηθισμένη και πραγματικά ανάξια λόγου. Συνεχίζοντας μετά από την ειδυλλιακή συνάντηση με τον κτηνοτρόφο, για μερικά χιλιόμετρα ο δρόμος είχε μικτές θετικές και αρνητικές κλίσεις μέσα από αδιάφορα τοπία. Σκοτεινιάζει και σε λίγο νυχτώνει κανονικά. Σταματάω ν’ ανάψω φώτα και να φορέσω φλούδα, και πάνω από το σακίδιο γιλέκο, να φαίνεται ντε! Ο δρόμος είχε πολλή κίνηση προς την Πάτρα, και δεν ήθελε και πολύ για να καταλάβεις ότι επρόκειτο για τους Πατρινούς χιονοδρόμους του Χελμού που επιστρέφανε σπίτι, το μαρτυρούσανε άλλωστε και τα σκι ή οι σανίδες στις οροφές των αυτοκινήτων. Με τα αλλεπάλληλα πάνω-κάτω, στο χωριό Κάλανος σταματάω στο σκοτάδι να γεμίσω τα παγούρια μου στη βρύση με πλούσια ροή. Λίγο ανηφοράκι ακόμα μετά και αρχίζει επιτέλους η μεγάλη κατηφόρα προς τη θάλασσα, η οποία ίσα που διακρίνεται πέρα μακριά από την κοιλάδα στην οποία βρίσκομαι. Τώρα πια το νιώθω το κρύο, και είμαι οριακά με τα ρούχα που φοράω. Ευτυχώς χάνοντας υψόμετρο, από τα 800 μέτρα σημειωτέον, η θερμοκρασία ανεβαίνει μερικούς βαθμούς. Κοντά στο χωριό Χαλανδρίτσα, ενώ έχω βγει σ’ έναν πολύ φωτισμένο, φαρδύ δρόμο, το gpx αντιδιαισθητικά δείχνει να στρίψω δεξιά σ’ ένα σκοτεινότερο ανηφοράκι που προφανώς πάει προς το χωριό. Κοντοστέκομαι λίγο μη ξέροντας τι να κάνω, αλλά τελικά αποφασίζω να πάω με το track και στρίβω, και σηκώνομαι ορθοπέταλο για το ζόρικο ανηφοράκι. Σε λίγο περνάω μέσα από το χωριό, χωρίς να μου προσφέρει τίποτα. Από κει και μετά η κατηφόρα είναι φαρδιά και χωρίς διακοπή, και σε μια διασταύρωση παρακάτω μπαίνω σε έναν ακόμα μεγαλύτερο δρόμο με περισσότερη κίνηση, που με φέρνει σταδιακά εντός του αστικού ιστού. Με λίγη δημιουργική πλοήγηση για να βρω τις σωστές στροφές, βγαίνω τελικά στην φαρδιά και με πολλή κίνηση παραλιακή λεωφόρο. Πάτρα at last! Σε κάποιο φρενάρισμα, από την πίσω ζάντα ακούγεται ένας ρυθμικός ήχος, ο οποίος όλη μέρα δεν υπήρχε. Άρχισε να με πιάνει μια ανησυχία, καθώς ήταν ήδη οκτώ, ήμουν κουρασμένος και ήθελα άλλη καμιά 20ρια χλμ για να φτάσω στο σημείο κατασκήνωσης μετά τη γέφυρα. Εκεί είχα αποφασίσει από νωρίτερα να σταματήσω, καθώς δεν είχα το κουράγιο να συνεχίσω απόψε και μέσα στη νύχτα για άλλα 40 χλμ πιο πέρα και το «Νερό της Αγάπης». Σταματάω και ανεβαίνω στο πεζοδρόμιο κάτω από τα φώτα του δρόμου. Κοιτάω τον πίσω τροχό, δεν βλέπω τίποτα. Κοιτάω τα φρένα, παρομοίως. Παρατηρώ όμως ότι έχει μαζευτεί υγρασία πάνω στο ποδήλατο, ενώ πράγματι και το εξωτερικό των ρούχων μου κολλάει κάπως. Οφείλω εδώ να εξηγήσω ότι ο Γέρος είναι πολύ κυκλοθυμικός, ειδικά στην υγρασία ή στις κρύες θερμοκρασίες, πόσο δε μάλλον όταν συνδυάζονται και τα δύο. Ήδη με το κρύο οι ταχύτητες πίσω είχαν αρχίσει να αντιστέκονται στο εύκολο κούμπωμα. Μη μπορώντας να κάνω τίποτα άλλο, ξανακαβαλάω και συνεχίζω το δρόμο μου, ελπίζοντας ότι το ποδήλατο δεν θα βγάλει κάνα πρόβλημα πέρα από τον ενοχλητικό ήχο σε κάθε φρενάρισμα. Ωστόσο, επειδή το κρύο θα με συνόδευε μέχρι το μεσημέρι της τελευταίας μέρας, ε μέχρι τότε θα ήμουν με την μόνιμη ανησυχία της επικείμενης αβαρίας. Περνάω τα κεντρικά σημεία της Πάτρας. Να πω την αλήθεια, θα γούσταρα τώρα έναν ωραίο καφέ από κάποιο απ’ όλα αυτά τα φιλόξενα take away, όμως στα πλαίσια της πλήρους αυτονομίας ήξερα πολύ καλά ότι αυτό δε γινόταν. Κάνω μια στάση πάραυτα για δυο-τρία γεμιστά μπισκότα. Φεύγοντας μπερδεύομαι λιγάκι, αλλά σύντομα ξαναβρίσκω το ίχνος πάνω στο οποίο πρέπει να βρίσκομαι, και βγαίνω από την Πάτρα πάνω στη γνώριμη έξοδο από πλειάδα προηγούμενων διαδρομών. Κοντρόλ στη Γέφυρα Χώνομαι στα δρομάκια του Ρίου, και μετά από μια μακριά ευθεία περνάω κάτω από τη γέφυρα που θα πρέπει σε λίγο να διασχίσω. Βλέπω την στριφογυριστή έξοδο στα δεξιά και την παίρνω ανεβαίνοντας. Μερικά μέτρα πριν βγω στον αυτοκινητόδρομο της γέφυρας, συνειδητοποιώ ότι πριν την ράμπα είχε κοντρόλ, το οποίο έχω ξεχάσει. Φτου γμτ! Πίσω, αντίθετα στο ρεύμα και με πολλή προσοχή. Ευτυχώς δεν πέρασε κανένα αμάξι και έφτασα ανώδυνα στην πινακίδα του κοντρόλ. Η Γέφυρα δεν φαίνεται στο σκοτάδι, αλλά ευτυχώς η πινακίδα δεν αφήνει καμία αμφιβολία όσον αφορά τη θέση της φωτογραφίας. Ξανά στη ράμπα, βγαίνω επιτέλους στη Γέφυρα και κινούμαι αργά στην ανηφόρα προς την κεντρική κορυφή της. Η κίνηση είναι αραιή, αλλά στην περιοχή των αρμών ακούγεται με κάθε άξονα οχήματος εκείνο το χαρακτηριστικό «τρρρτ» του οποίου η συχνότητα εξαρτάται από τον όγκο των ελαστικών και την ταχύτητα του οχήματος: όσο πιο μικρά και γρήγορα, τόσο πιο ψιλό. Φτάνω αργά-αργά στο κέντρο, αλλά πολύ πιο γρήγορα στα διόδια, βοηθούμενος από την κατηφόρα. Περνάω από το πορτάκι δεξιά, γνωστό σε όλους τους ποδηλάτες που έχουνε διασχίσει τη γέφυρα, και βγαίνω στη Στερεά Ελλάδα πια. Η ώρα είναι 21.00 περίπου και νιώθω ένα βαθύ αίσθημα ικανοποίησης. Είμαι στην ώρα μου. Στερεά Ελλάδα Βγαίνοντας από τη Γέφυρα δεξιά, κινούμαι προς Ναύπακτο. Η παραλία που είχα κοιμηθεί ένα βράδυ το 2013 κατά τη διάρκεια ενός ποδηλατικού ταξιδιού δεν είναι πλέον μακριά. Ένας μακρύς χωματόδρομος δεξιά της ασφάλτου κατεβαίνει προς αυτή, όμως όταν φτάνω εκεί δεν τον βρίσκω. Κάνω μερικά μπρος πίσω μπας και βρω κάποια άλλη δίοδο προς την αμμουδιά, αλλά τίποτα, δεν βλέπω τρόπο να κατέβω το επίχωμα του δρόμου (η αλήθεια είναι ότι ο χωματόδρομος ήταν πάντα εκεί, απλά εγώ δεν τον έβλεπα στο σκοτάδι…). Φτου γμτ, εκείνη η παραλία ήταν τέλεια! Τέλος πάντων, πρέπει να βρω κάπου αλλού να κοιμηθώ, οπότε συνεχίζω λίγο διερευνώντας τα κατηφορικά προς το νερό δρομάκια στα δεξιά. Ένα από αυτά καταλήγει σε κάτι εξοχικά, που μπροστά έχουν κάτι ψάθινες ομπρέλες. Δεν είναι τέλεια, αλλά θα βολευτούμε. Αρχίζω βγάζω καλύμματα, παπούτσια, ετοιμάζομαι ν’ αλλάξω, όταν έρχεται ένα αυτοκίνητο και παρκάρει μπροστά στο διπλανό σπίτι. Κοίτα να δεις, έχει κόσμο, κι εγώ που νόμιζα ότι θα ήταν ερημιά. Τελικά που θα κοιμηθώ; Δυο λεπτά αργότερα, περνάει από μπροστά μου ένα άλλο αυτοκίνητο, ο οδηγός μου ρίχνει μια λοξή ματιά, και πάει και παρκάρει στο διπλανό από την άλλη πλευρά σπίτι, βγαίνει, κλειδώνει το αυτοκίνητο και μπαίνει μέσα. Για ερημική παραλία, πολλή κίνηση έχει, σκέφτομαι. Ένα λεπτό αργότερα, βλέπω τον οδηγό του αυτοκινήτου που μόλις πάρκαρε να με κοιτάει από τη μπαλκονόπορτα του σαλονιού του. Οκέυ, κατανοώντας την καχυποψία του κόσμου στις εποχές που ζούμε, και πραγματικά μη έχοντας καμία όρεξη να με παρακολουθεί κάποιος καθώς αλλάζω, μαγειρεύω, κοιμάμαι κλπ, έτσι όπως είμαι μαζεύω ότι έχω βγάλει, ξανακλείνω κουτσά-στραβά την απιντούρα, φοράω τζάκετ και καλύμματα και φεύγω από κει, κοιτώντας προς τα πίσω για να βεβαιωθώ ότι δεν άφησα τίποτα. Αν και σίγουρα θα βρω αλλού να κοιμηθώ, εκνευρίζομαι γιατί έχασα ένα πολύτιμο μισάωρο από την όλη διαδικασία… Τέλος πάντων. Προχωρώντας λίγο παρακάτω, βλέπω στα δεξιά μου έναν φαρδύ χωματόδρομο που οδηγεί σε κάτι μισοτελειωμένες μεζονέτες. Τον κατεβαίνω να διερευνήσω. Φτάνοντας στο γιαπί, διαπιστώνω ότι η κατασκευή έχει εγκαταλειφθεί προ πολλού. Το χόρτο έχει μεγαλώσει γύρω από τους τσιμεντένιους σκελετούς των τριών σπιτιών του συγκροτήματος, ενώ στις επιφάνειες δεν έχει σκόνη και δεν μυρίζει το μπετόν, που σημαίνει ότι ο αέρας έχει καθαρίσει τα παράγωγα της κατασκευής εδώ και μήνες. Το μέρος είναι τέλειο! Έχει κάθετες επιφάνειες για ν’ ακουμπήσεις το ποδήλατο, οριζόντιες για να αραδιάσεις τα πράματά σου και σκαλοπάτια για να καθίσεις. Επίσης έχει παχύ χορτάρι μπροστά στην αυλή, ιδανική επιφάνεια για ύπνο. Καλύτερα δεν γινόταν. Ευτυχώς που αναγκάστηκα να φύγω από το προηγούμενο μέρος! Αποφασίζω να στήσω την κουζίνα στην κορυφή της σκάλας εισόδου της μεσαίας κατοικίας, στην είσοδο του σπιτιού τουτέστιν, ενώ στρώνω bivy και υπνόσακο στην αυλή πάνω στο χόρτο. Έτσι όπως φυσάει εκείνη τη στιγμή, όχι μόνο εξυπηρετείται λειτουργικά η κάθε δραστηριότητα της κατασκήνωσης, αλλά και όλες οι θέσεις είναι και υπήνεμες. Δεν μπορώ να πιστέψω την τύχη μου, πραγματικά! Πρόβλημα με το νερό! Αλλάζω ελεύθερα επιτέλους, χαρούμενος με την απομόνωση που προσφέρει το μέρος. Κάνει κρύο μεν, αλλά σε λογικά πλαίσια, υψόμετρο μηδέν για! Μόλις ντύνομαι τα φρέσκα ρούχα, κολάν, χοντρές κάλτσες, παντόφλες, ισοθερμικό, φλισάκι, σκούφο κι από πάνω το μπουφάν, ο κορμός μου πιάνει μια θερμοκρασία πολύ άνετη. Θαλπωρή. Γάντια δεν φοράω για να έχω τα χέρια ελεύθερα να μαγειρέψω, τα κρύα δάχτυλά μου θα ζεσταθούν από το γκαζάκι. Αραδιάζω τα του βραδινού στη κουζίνα σε ημικυκλική διάταξη, παίρνω το σκεύος ανά χείρας και περπατάω ως τη θάλασσα για νερό. Έχει κύμα γμτ… Με τον φακό κεφαλής φωτίζω το νερό και παρατηρώ ότι η ταραχή ανακατώνει την άμμο. Αν ήταν καλοκαίρι, δεν θα υπήρχε πρόβλημα, περπατάς λίγο μέσα στη θάλασσα και παίρνεις καθαρό νερό από την επιφάνεια μερικά μέτρα μέσα από κει που σκάει το κύμα. Το ‘χω κάνει πολλές φορές. Τώρα όμως, δεν υπάρχει περίπτωση να πάρω νερό απαλλαγμένο από άμμο και ταυτόχρονα να μην βραχώ, και δεν έχω όρεξη για τέτοια μ’ αυτό το κρύο. Κι ούτε έχω τίποτα σε φίλτρο για να αφαιρέσω τους κόκκους. Να μαγειρέψω με άμμο αποκλείεται, δεν θα τρώγεται το γεύμα από τα κριτς-κριτς. Γμτ, όλα τα είχα προβλέψει, εκτός απ’ αυτό… Γηράσκω αεί διδασκόμενος… Οκέυ, ανασύνταξη, πόσο νερό έχουμε; Ευτυχώς είχα γεμίσει και τα δύο παγούρια κατεβαίνοντας από το βουνό στην Πελοπόννησο, και είχα πιει ελάχιστα μέχρι από κει μέχρις εδώ. Έχω στη διάθεσή μου πάνω από ένα λίτρο, περίπου 1.2 λίτρα. Με έναν γρήγορο υπολογισμό, συμπεραίνω ότι έχω αρκετό για το βραδινό, δυο-τρεις γουλιές κατόπιν για να λειτουργήσει ο μεταβολισμός τη νύχτα, και την υπόλοιπη ποσότητα για τον καφέ και το πρωινό σε μερικές ώρες. Η Ναύπακτος απέχει 5-6 χλμ και έχει βρύση πάνω στο δρόμο, θα γεμίσω εκεί πριν συνεχίσω. Αυτό θα γίνει, άλλωστε ρεαλιστικά, δεν έχω κι άλλη επιλογή. Πράγματι, μαγειρεύω «ορειβατικά» το μακαρονάκι, βάζοντας μια μικρή ποσότητα νερού στην αρχή και προσθέτοντας λίγο-λίγο, αναπληρώνοντας όσο απορροφάται από τα ζυμαρικά καθώς φουσκώνουν. Στο τέλος της διαδικασίας, έχεις έτοιμα μακαρόνια που δε θέλουν στράγγισμα, και χωρίς καθόλου απώλεια από το γεμάτο υδατάνθρακες άμυλο τους. Μόλις τελειώνω με το μακαρονάκι, ανοίγω την κονσέρβα κεφτεδάκια με σάλτσα, χαμηλώνω τη φωτιά και την τοποθετώ απευθείας πάνω στο γκαζάκι. Τρώω τις πρώτες μπουκιές ζυμαρικά, και ένα λεπτό αργότερα παίρνω το πρώτο κεφτεδάκι από τον πάτο της κονσέρβας, αυτό που πρόλαβε να ζεσταθεί. Μακαρονάκι, αλάτι, κεφτεδάκι, σάλτσα, κοκ… Ρίχνω και λίγη από τη σάλτσα στο σκεύος να νοστιμέψει την πάνω στρώση ζυμαρικά. Βασιλικό γεύμα! Με λίγο ψωμάκι στο τέλος, σκουπίζω και τις σάλτσες. Το στομάχι μου είναι γεμάτο και χαρούμενο. Ώρα για ύπνο Κόβω και τη μισή σοκολάτα για γλυκάκι… Δυο γουλιές νερό, κι ελέγχω ότι έχω αρκετό για το πρωινό. Όλα καλά. Ώρα για ύπνο. Παίρνω μαζί μου το μέλι του πρωινού, χαρτιά, λεφτά και κινητό/powerbank και μεταφέρομαι μπροστά στην «κρεβατοκάμαρα». Βγάζω παντόφλες και χώνομαι φιδωτά μέσα στο σλήπιγκμπάγκ. Πριν μπει και ο κορμός, βγάζω το μπουφάν και το χώνω στο πλάι δίπλα στα υπόλοιπα αντικείμενα. Τακτοποιώ λίγο και το ποδηλατικό τζάκετ σχηματίζοντας μια ομοιόμορφη μάζα για μαξιλάρι, μπαίνω μέσα και ο υπόλοιπος και κλείνω τα φερμουάρ. Όχι πως κρύωνα ιδιαίτερα και πριν, αλλά τώρα αμέσως ζεσταίνομαι. Είναι πολύ άνετα, μαλακά και ζεστά, ενώ το κουκούλι που σχηματίζεται από το bivy ταρακουνιέται λίγο και κυματίζει η επιφάνειά του από το αεράκι. Είμαι πολύ χαρούμενος, μου βγαίνει η φάση. Είναι λίγο μετά τις 11:30, ρυθμίζω το ξυπνητήρι για τις 5.30. Έξι ώρες ύπνο, είναι πολύ κυριλέ για μπρεβέ, αλλά χρόνος υπάρχει. Από τότε που αυξήθηκε οριζόντια το όριο των ΣΡ στις 60 ώρες, ανεξαρτήτως υψομετρικών, υπάρχει άπλετος χρόνος όχι μόνο για έναν αλλά και δύο ύπνους, κάνοντας τες προσιτές σ’ ένα πολύ ευρύτερο φάσμα του λαού. Κοιτάω τον ουρανό και έχει ένα γεμάτο, λαμπερό φεγγάρι ανάμεσα σε αραιά σύννεφα ακριβώς από πάνω μου. Χαμογελάω, κλείνω τα μάτια και αφήνω τις ενδορφίνες στον εγκέφαλό μου να κάνουν τη δουλειά τους. Είμαι ευτυχισμένος…