Share on Facebook Share on Twitter 2η μέρα Ανοίγω το μάτι από μόνος μου, φρέσκος. Κοιτάω το κινητό, είναι 4.30… Why not? Αν το σώμα λέει ότι χόρτασε ύπνο, ποιος είμαι εγώ να διαφωνήσω; Ακυρώνω το ξυπνητήρι των 5.30 και, μετά από 5 λεπτά χουζούρι, βγαίνω από την θαλπωρή του υπνόσακου. Φοράω αμέσως το μπουφάν που ψαρεύω μέσα από το βάθος του σάκου. Μυρίζει βροχή, και ο ουρανός είναι άμορφος, χωρίς αστέρια, ενώ πάνω από την Πάτρα στην απέναντι όχθη του Κορινθιακού είναι πορτοκαλί. Αν ήταν μέρα, θα ήταν ένα ομοιόμορφο σκούρο γκρι. Ανατολικά, πέρα μακριά πίσω από την Ναύπακτο, φαίνεται ανοιχτός και καθαρός, αλλά εδώ… Θα τη φάμε τη βροχή άραγε; Ένα ζεστό πρωινό... Τέλος πάντων, ότι είναι είναι, ας μην χάνουμε χρόνο. Πάω στη κουζίνα και ανάβω το γκαζάκι, βάζοντας πάνω το καθαρό ανοξείδωτο κύπελλο με νερό μέσα. Μόλις ζεσταθεί αλλά πριν να βράσει, το βγάζω απ’ τη φωτιά και σβήνω το καμινέτο. Ρίχνω δύο κουταλιές νεσκαφέ και μία ζάχαρη, ανοίγω και την κονσέρβα εβαπορέ, ρίχνω λίγο στον καφέ και ανακατώνω. Έτοιμο! Καθώς απολαμβάνω τις πρώτες γουλιές μέσα στο σκοτάδι, δυο-τρεις ψιχάλες πέφτουν στο πρόσωπό μου. Στη μέση του καφέ, βάζω το σκεύος έτσι όπως είναι με τα υπολείμματα ζυμαρικών. Ευτυχώς τα υπολείμματα από μακαρόνια στον πάτο και η γλίτσα από άμυλο στα τοιχώματα έχουν πολύ ουδέτερη γεύση. Αδειάζω όλο το νερό και το υπόλοιπο γάλα μέσα και το βάζω πάνω στη φωτιά. Μόλις ζεσταθεί λιγάκι, ρίχνω μέσα και το προπαρασκευασμένο απ’ το σπίτι μίγμα βρώμης και ξηρών καρπών, και ανακατώνω. Η βρώμη χυλώνει καθώς βράζει, και το σκεύασμα μετατρέπεται σε ένα είδος κρέμας με κομματάκια μέσα. Το κατεβάζω απ’ τη φωτιά και ανοίγω τις μερίδες μέλι, το οποίο έχει διατηρήσει της θερμότητα του περιβάλλοντος του υπνόσακου και ρέει καλά μέσα στον χυλό. Ανακατώνω… breakfast is served! Είναι γλυκό και πολύ νόστιμο. Η βρώμη έχει την ιδιότητα να «βάζει εμπρός» τον οργανισμό το πρωί πιο γρήγορα από οποιοδήποτε άλλο πρωινό, για το δικό μου σώμα τουλάχιστον, γι’ αυτό και την προτιμώ στις εκδρομές με κατασκήνωση. Τελειώνοντας, κατεβάζω και την τελευταία γουλιά καφέ, σκουπίζω με χαρτομάντηλα τα σκεύη όσο καλά μπορώ, καθώς δεν έχω νερό να τα πλύνω, και κάτω από σποραδικές ψιχάλες ξεκινάω την πιο άχαρη δουλειά της κατασκήνωσης: το πακετάρισμα, ή αλλιώς «breaking camp» που λέμε… Fastforward πέρα από την αγγαρεία, είμαι φορτωμένος, ντυμένος και έτοιμος για αναχώρηση. Μια τελευταία ματιά προς τα πίσω μήπως και ξεχάσαμε τίποτα, και ανεβαίνω περπατώντας το χωματόδρομο από την παραλία ως στην άσφαλτο. Εκεί έχει δύο κάδους, δεν μπορώ να καταλάβω ακριβώς γιατί καθώς δεν έχει σπίτια τριγύρω, αλλά τέλος πάντων ρίχνω τα σκουπίδια μου στον έναν απ’ αυτούς. Ναύπακτος Καβαλάω και αρχίζω το πετάλι. Μου προκαλεί πολύ μεγάλη έκπληξη το γεγονός ότι τα πόδια είναι πλήρως λειτουργικά και δεν έχουν ίχνος από πιάσιμο, σαν να μην κουβαλούσαν 30 κιλά ποδήλατο κι εξοπλισμό για 250 χιλιόμετρα την προηγούμενη (παρένθεση, δεν θα συνέβαινε το ίδιο την επομένη το πρωί…). Ρολάρω άνετα και που και που προσγειώνεται και καμιά ψιχάλα στο πρόσωπό μου. Είναι ακόμα σκοτεινά όταν περνάω μέσα από την πολύ οικεία από πλείστες όσες παλαιότερες διαδρομές Ναύπακτο, που ακόμα κοιμάται. Περνάω λιμανάκι/κάστρο (τον φτιάξανε επιτέλους τον δρόμο), και λίγο πριν την έξοδο σταματάω στη βρύση που ήξερα ότι ήταν εκεί, να πιω, να ξεδιψάσω και να γεμίσω τα παγούρια. Σκάω ένα χαμόγελο, καθώς ανάμεσα σε δυο γουλιές βιγλίζω απέναντι το μαγαζί εργαλείων και ειδών μότο, του οποίου τον ιδιοκτήτη κουβαλήσαμε από την παραλία που λέμε μια ζεστή ημέρα του Αγίου Πνεύματος το 2019, για ν’ ανοίξει το μαγαζί και ν’ αγοράσουμε σαμπρέλες ώστε να τελειώσουμε μιαν άλλη ΣΡ, αυτή της Στερεάς Ελλάδας. Τι περιπέτεια κι εκείνη! Βγαίνοντας από τη Ναύπακτο, οι ψιχάλες έχουν σταματήσει, και ενώ πάνω απ’ το κεφάλι μου εξακολουθεί να έχει σύννεφα, ωστόσο το τέλος τους διακρίνεται μερικά χιλιόμετρα μπροστά μου. Ο ουρανός πέρα από κει είναι πεντακάθαρος, και μάλιστα αρχίζει αμυδρά να φωτίζει. Προσπερνώντας το Καστράκι, ο ουρανός ανοίγει και φωτίζεται, και με την αρχή της ανάβασης απολαμβάνω και την ανατολή. Σιγά-σιγά αυξάνεται το υψόμετρο ενώ ταυτόχρονα πέφτει η θερμοκρασία. Μέχρι να φτάσω στην περιοχή της Φιλοθέης, κάνει τόσο κρύο που κρυώνω ακόμα και στην ανηφόρα. Σταματάω και φοράω και τη φλούδα, την τελευταία διαθέσιμη στρώση. Κατηφόρα στο Τείχιο Στη διασταύρωση για Τείχιο ο δρόμος γίνεται κατηφορικός, και σαν να μην έφτανε αυτό εισέρχεται σε μια περιοχή όπου κινείται στη δυτική πλαγιά ενός ορεινού όγκου, που τον κρύβει εντελώς από τον ήλιο. Και απ’ ότι φαίνεται, ο ήλιος δεν τον βλέπει γενικότερα αυτήν την εποχή, καθώς η άσφαλτος είναι είτε βρεγμένη, είτε ακόμα χειρότερα, καλυμμένη με παγετό σε μεγάλο μήκος. Είναι πολύ σπαστικό, ενώ είναι κατηφόρα, δεν υπάρχει περίπτωση να αναπτύξεις ταχύτητα. Φοβάμαι πολύ μην χάσω τον έλεγχο σε κάποια στροφή, και πάω σαν χελώνα. Με το βάρος που έχει το ποδήλατο, μια πτώση σίγουρα θα έχει συνέπειες, από τραυματισμό ως και ζημιά στο ποδήλατο, και τότε αντίο ΣουΡού. Κατεβαίνω στα φρένα λοιπόν, και τουρτουρίζω. Κάνει πολύ, μα πάρα πολύ κρύο, ή τουλάχιστον έτσι νιώθω. Το θερμόμετρο πέφτει στους -2°C, αλλά έχει τόση υγρασία και πάχνη που η αίσθηση είναι πολύ χαμηλότερη. Περιττό να προσθέσω πως με τις συνθήκες αυτές, ο Γέρος ακούγεται σαν ξεχαρβαλωμένος σε κάθε φρενάρισμα, ενώ οι ταχύτητες δουλεύουν όποτε θέλουν αυτές και όχι όποτε θέλω εγώ. Νομίζω ότι, απ’ όλη τη διαδρομή, το σημείο εκείνο ήταν εκεί που είχα την μεγαλύτερη ανησυχία ότι κάτι θα παραδώσει ψυχή. Άντεξε όμως! Αξιόπιστο σαν Shimano, που λέμε. Και με τα πολλά, περνάω μπροστά από το Χάνι Ρέρεσι, ένα από αυτά τα μέρη που το καλοκαίρι σταματάς οπωσδήποτε για καφέ, αν όχι για φαγητό, και λίγο παραπέρα φτάνω στο γεφυράκι πάνω από τον Μόρνο. Η κατηφόρα έχει τελειώσει, καμιά διακοσαριά μέτρα πιο πέρα στρίβω δεξιά προς το φράγμα, και αμέσως οι κλίσεις γίνονται ανηφορικές. Κάνα χιλιόμετρο πιο πέρα, ακόμα καλύτερα, τον δρόμο τον χτυπάει ο ήλιος, και επιτέλους το σώμα μου απορροφάει τις ευεργετικές αχτίδες του. Στην αρχή ζεσταίνεσαι μόνο και μόνο από το φως, αλλά ένα λεπτό αργότερα νιώθεις και την ακτινοβολία να θερμαίνει και τα ρούχα σου. Καθώς προσπερνάω το «Νερό της Αγάπης» σκέφτομαι ότι ευτυχώς που δεν κοιμήθηκα εδώ. Αν και ο εξοπλισμός μου είναι πολύ εντός του βεληνεκούς αυτών των συνθηκών, παρόλα αυτά οι συνθήκες εδώ δεν συγκρίνονται με τίποτα με την ευκολία που είχα στις παραλίες της Ναυπάκτου. Φράγμα του Μόρνου Σιγά-σιγά φτάνω στο φράγμα. Έχω ζεσταθεί για τα καλά με τον ήλιο και την ανηφόρα, και στο φράγμα κάνω στάση για να βγάλω φλούδα, να ανοίξω αεραγωγούς στο τζάκετ και να φάω μερικά γεμιστά μπισκότα. Ο Μόρνος χαμηλά στην κοιλάδα καλύπτεται από μια κουβέρτα ομίχλης, αλλά πιο ψηλά ο ήλιος λάμπει και ζεσταίνει. Παρ’ όλ’ αυτά, συνεχίζοντας κατά μήκος της λίμνης, τα ανήλια κομμάτια εξακολουθούν να κρατάνε παγετό και θέλει προσοχή. Ενίοτε διασταυρώνομαι με μεγάλα ανατρεπόμενα φορτηγά χωματουργικών. Μπαίνουμε σε περιοχή με ορυκτό πλούτο, και προφανώς τα φορτηγά εξυπηρετούν τα γύρω ορυχεία. Η λίμνη είναι γαλήνια, και η αντίθεση χρωμάτων με τις χιονισμένες ή πασπαλισμένες γύρω κορυφές και τον καταγάλανο, κρυστάλλινο ουρανό συνθέτουν μια εικόνα που, σε συνδυασμό με την έλλειψη κλίσεων, καθιστούν το ποδηλατείν υπέροχο ετούτη τη στιγμή. 5ο Κοντρόλ Φτάνω στη γέφυρα της Πεντάπολης, που δεν μου φαίνεται για γέφυρα. Διασχίζω το νοτιοανατολικό άκρο της «πεταλούδας» που σχηματίζει η λίμνη του Μόρνου, και στην απέναντι όχθη κάνω το κοντρόλ, το 5ο της SuperRandonnée. Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα σταματάω πριν μπω στο Λιδορίκι για μερικά μπισκότα ακόμα. Καθώς έχει μειωθεί το φορτίο μέσα στην απιντούρα, βγάζω ένα τσαντάκι σκελετού που είχα στη μέση του οριζόντιου σωλήνα και που δεν είναι σχεδιασμένο για τη θέση αυτή, και το μεταφέρω μέσα. Σε όλη τη διαδρομή μέχρι εδώ έπρεπε κάθε τόσο να το επαναφέρω στη θέση του, κι επιτέλους τώρα θα γλυτώσω απ’ αυτόν τον μπελά. Περνάω το Λιδορίκι, αφού χάθηκα μέσα σε αυτό και έκανα μια γύρα μεγαλύτερη απ’ όσο χρειαζόταν, και βγαίνω στον δρόμο με κατεύθυνση βόρεια. Αριστερά υψώνεται ο χιονισμένος επιμήκης ορεινός όγκος των Βαρδουσίων, με τα χωριά να διακρίνονται στους πρόποδές του. Ο δρόμος έχει μια γενική ανηφορική τάση, αλλά οι κλίσεις είναι μικτές, με σημεία κατηφορικά ή επίπεδα, και δεν κουράζει. Είναι μια πολύ ωραία, ηλιόλουστη χειμερινή μέρα. Ο δρόμος συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο περνώντας από Λευκαδίτι, και σε λίγο φτάνει στη Συκιά. Αφού διασχίζω το κέντρο του χωριού, σταματάω για νερό στη βρύση προς τη βόρεια έξοδο, τοποθετημένη μαζί μ’ ένα παγκάκι στην κατάληξη ενός φαραγγιού που έρχεται από τις αναρριχητικές ορθοπλαγιές της Γκιώνας. Φεύγοντας στο πολύ απότομο ανηφοράκι, ρωτάω μια κυρία που λιαζόταν στον ήλιο στην αυλή της αν πάω καλά για Στρόμη, γνωρίζοντας πολύ καλά την απάντηση. Με ενθουσιασμό μου απαντάει πως ναι και μου εύχεται καλό δρόμο, προειδοποιώντας με πως έχει ανηφόρα μπροστά (χι χι χι)… Αθανάσιος Διάκος Λίγο μετά την διασταύρωση για Αθανάσιο Διάκο, η κατεύθυνση του δρόμου γίνεται από βόρεια σε βορειοδυτική, και καθώς κινείται στην πλαγιά ενός φαραγγιού εμφανίζονται και τα ανήλια σημεία. Όπου λοιπόν έχει σκιά, έχει και κρύο. Είναι εκπληκτικό να επιβεβαιώνεται για πολλοστή φορά το γεγονός ότι όλη η θερμότητα της ημέρας που εισπράττει το σώμα είναι αποκλειστικά από ακτινοβολία, καθώς όλα τα άλλα, αέρας, δρόμος, δέντρα και βράχια, είναι παγωμένα. Όταν δεν σε φωτίζει ο ήλιος, κρυώνεις! Στο κομμάτι αυτό, σε συνδυασμό και με το αυξανόμενο υψόμετρο, αρχίζουν να υπάρχουν και χιόνια δεξιά κι αριστερά του δρόμου στα ανήλια τμήματα όπως είπαμε. Σε κάποια σημεία μάλιστα είναι αρκετά βαθύ, πράμα που με κάνει να συμπεράνω ότι τα συγκεκριμένα δεν βλέπουν καθόλου ήλιο κατά τη διάρκεια του 24ωρου. Στρόμη Φτάνω στη Στρόμη, όπου ο δρόμος έχει απότομες κλίσεις, και την περνάω. Μου κάνει έκπληξη που βλέπω κόσμο στις αυλές να κάνουν δουλειές, δεν το περίμενα για ένα τόσο μικρό ορεινό χωριό. Λίγο πιο ψηλά, μετά από μια αριστερή στροφή, δεξιά του δρόμου είναι ένας καταρράκτης με πάρα πολύ νερό αυτήν την εποχή. Πρόκειται για τον καταρράκτη της Στρόμης, τον οποίον θυμάμαι πρώτη φορά από το ποδηλατικό ταξίδι το 2013, κατά τη διάρκεια του οποίου είχα κάνει μπάνιο στη βάθρα που σχηματίζεται στη βάση του. Ήταν βέβαια τέλη Ιουνίου τότε, με καύσωνα, συνθήκες πολύ διαφορετικές από το χιόνι και τον πάγο που πρέπει να πατήσω για να στήσω το ποδήλατο στο πεζουλάκι για την φωτογραφία. Το κάνω στις φτέρνες των ποδιών με πολύ προσοχή, για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι φυσικά για να μην γλιστρήσω και σαβουριαστώ. Ο δεύτερος είναι λιγότερο εμφανής, και θα τον ξέρουν μόνο όσοι έχουν περπατήσει με ποδηλατικά παπούτσια στο χιόνι. Πράγματι, καθώς πατάς στην χιονισμένη επιφάνεια, μαζεύεται χιόνι στο σχαράκι, και με την πίεση που ασκείται από το βάρος σου συμπυκνώνεται σε πάγο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κουμπώσει το παπούτσι όταν πας να ξανακαβαλήσεις. Και αν κάνει πολύ κρύο, είναι πολύ δύσκολο να τον ξεφορτωθείς αυτόν τον πάγο, και οπωσδήποτε χρειάζεται κάποιο σκληρό εργαλείο τύπου κατσαβίδι ή αλλενάκι για να τον σπάσεις και να πέσει.