Share on Facebook Share on Twitter Πριν 2 εβδομάδες, είχα επισκεφθεί την πόλη της Καστοριάς, εξαιτίας ενός νέου ποδηλατικού εγχειρήματος. Οπότε, ήταν κρίμα να μην την επισκεφθώ ξανά για το μπρεβέ που οργάνωναν τα παιδιά από τον Π.Σ. Καστοριάς «620». «Εύκολο να το λες, δύσκολο να γίνει» σκέφτηκα, γιατί έπρεπε να μετακινήσω σχεδόν την μισή εργάσιμη εβδομάδα μια μέρα πίσω, για να μπορέσω να παραστώ το Σάββατο το πρωί στο γνωστό πάρκο, δίπλα στη λίμνη. Αυτό είναι πλέον και το πρόβλημα με τα περισσότερα μπρεβέ, στα οποία θέλω να πάρω μέρος, αλλά δεν προλαβαίνω λόγω της δουλειάς μου. Ξεκίνησα λοιπόν τη διαδικασία, προσπαθώντας να κάνω χαλαρά το δρομολόγιο την Παρασκευή (κανονικά του Σαββάτου) για να μετακινηθώ το ίδιο βράδυ στην Καστοριά και να διανυκτερεύσω. Αν και φέτος τα υψομετρικά θα ήταν λιγότερα, θα έβγαιναν δύσκολα λόγω συσσωρευμένης κούρασης. Και τότε, ο από μηχανής θεός που λέγεται «καταιγίδα» ετοιμάστηκε να ξεσπάσει το Σάββατο, οπότε οι φίλοι Καστοριανοί μετακίνησαν το μπρεβέ για την Κυριακή! Ήταν η καλύτερη απόφαση, δεδομένων των ακραίων καιρικών φαινομένων. Επίσης η καλύτερη απόφαση και για μένα, μια και θα είχα ακόμα 24 ώρες να ξεκουραστώ κανονικά… Βράδυ Σαββάτου Αφού ξεκουράστηκα και ετοιμάστηκα ψυχολογικά και… υλικοτεχνικά, κατά τις 8 το βράδυ ανηφόρισα τη Βίγλα για να βρεθώ Καστοριά. Μια ώρα μετά, έφτανα στο Ναυτικό Όμιλο όπου και το σημείο συνάντησης για τις κάρτες. Ο καιρός ακόμα αγριεμένος, έδειχνε όμως σημάδια ηρεμίας. Η Κυριακή θα ήταν ιδανική μέρα για ποδηλασία. Συνήθως στα μπρεβέ γνωρίζεσαι με νέους και θυμάσαι τους παλιούς ποδηλάτες. Στη δική μου περίπτωση, με καλωσόρισαν τα παιδιά από το Σύλλογο και ακόμα μερικοί που δεν τους ήξερα, αλλά με ήξεραν αυτοί (δεν έχει να κάνει με το μνημονικό μου, απλά συμβαίνει συχνά…) Και φυσικά η παρέα που είχε ανέβει από Κατερίνη-Λάρισα- Θεσσαλονίκη, οι Γιάννης, Στράτος, Μαίρη και Έλενα. Τους πρώτους τους γνώριζα ποδηλατικά, τις δεύτερες μέσω διαδικτύου, αλλά μισή ώρα μετά ήμασταν όλοι μια… ωραία ατμόσφαιρα! Ήπιαμε μια κρύα μπύρα για να σφίξουν οι δεσμοί και μετά το γυρίσαμε σε ζυμαροκατάσταση σε παρακείμενη πιτσαρία. Γύρισα στο αρχοντικό (;) όπου με περίμενε το δωμάτιο μου, ετοιμάστηκα και γύρω στα μεσάνυχτα ξεκίνησα το beauty sleep. Πρωινό και εκκίνηση Η διανυκτέρευση μου είχε γίνει στο Αρχοντικό Ωρολογόπουλου, ένα διώροφο κτίριο παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, δίπλα στην κεντρική πλατεία, στο Ντολτσό. Το πρόβλημα με την πολύ πρωινή εκκίνηση στις 7:30 λύθηκε άμεσα, μιας και τα παιδιά φρόντισαν να έχουν πιο νωρίς έτοιμο το πρωινό. Έτσι, στις 6:30 ήμουν ήδη κάτω και απολάμβανα τον εσπρέσο με φέτες μαύρο ψωμί, μέλι και κρουασάν. Ντύθηκα και κατά τις 7 ευχαρίστησα όλους και αποχώρησα για το Πάρκο Ολυμπιακής Φλόγας για την πολυπόθητη εκκίνηση. Φούσκωμα/λάδωμα/ντύσιμο όλα τσεκ, εκκίνηση και ήμουν πάνω στη σέλα. Ακόμα ένα μπρεβέ στη Δυτική Μακεδονία είχε ξεκινήσει… Τα πρώτα χιλιόμετρα Αφού κάναμε χαλαρά τη γυρολιμνιά, με πολλά πειράγματα και φωτογραφίες, ξεκινήσαμε για το μεγάλο γύρο της λίμνης που θα μας έφερνε στο 1ο κοντρόλ, στο χωριό Λιθιά. Η θερμοκρασία ίσα που έφτανε τους 20ο C, προμηνύοντας νορμάλ θερμοκρασίες για το υπόλοιπο της μέρας. Μπήκα μπροστά με ένα παιδί από Γρεβενά που γνωριστήκαμε εκεί και συνεχίσαμε έτσι, ενώ πίσω η γαλαρία γινόταν όλο και πιο άτακτη. Μια ώρα και κάτι μετά, ανηφορίσαμε όμορφα και φτάσαμε στην πλατεία του χωριού, για το 1ο σφράγισμα. Πάλι πειράγματα από τον Ιωάννη, τον senior της παρέας (sic) και κόντρα πειράγματα από τον Στρατούλη, ένα παιδί-χαρά-γεμάτο που λένε… Σφράγισμα και βουρ την κατηφόρα από Κορέστεια για Δισπηλιό και συνέχεια προς Καστοριά για να ολοκληρώσουμε το μεγάλο γύρο της λίμνης. Ο άνεμος είχε ανέβει κοντά στα 3 bf, οπότε εγώ με το Στράτο κρατούσαμε σταθερό τέμπο. Αφήνοντας την Καστοριά Μια ώρα μετά είχαμε πλέον περάσει την Κορομηλιά, το τελευταίο χωριό και μπαίναμε στο δρόμο που συνδέει Καστοριά – Φλώρινα. Σειρά είχε το μικρό βουνό που έπρεπε να ανέβουμε. Οι κλίσεις μονοψήφιες, αλλά ο κόντρα άνεμος έκανε τη διαφορά. Στην κορυφή του βουνού, στάση για ανασυγκρότηση του γκρουπ και συνέχεια στη μικρή αλλά γλυκιά κατάβαση. Στα επόμενα 10 χλμ μέχρι τη στροφή για Κορέστεια, εναλλάσσαμε τα ζευγάρια για να μιλάμε μεταξύ μας. Στρίψαμε, μπαίνοντας στο δρόμο για τα χωριά της λήθης, με πρώτο το χωριό Κρανιώνας. Ήταν μια καλή ευκαιρία από τους διοργανωτές για να δούμε από κοντά (αν και προσωπικά τα έχω δει αρκετές φορές στα περάσματα με το ποδήλατο) και να νοιώσουμε τον ξεριζωμό που υπέστησαν τότε οι άνθρωποι στον Εμφύλιο. Μαρτυρική ιστορία και ποδηλασία Τα επόμενα χωριά που συναντήσαμε – Χάλαρα και Μακροχώρι – δεν τα γνώριζα, γιατί δεν είχε τύχη να κατευθυνθώ προς τα εκεί. Μικρά και παλιά χωριά, τα περισσότερα σπίτια ακόμα φτιαγμένα από πλίθρες. Είδα ακόμα και ένα λειτουργικό πηγάδι, που είχα να δω εδώ και 40 χρόνια, με τον μεταλλικό κουβά και το σχοινί του. Απίστευτο! Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να το βγάλω φωτογραφία, αλλά το ξέχασα… Βρέθηκα να συνποδηλατώ με τη Μαίρη, την κοπέλα που είχε έρθει από Λάρισα. Μόνο με ενάμιση χρόνο σε κούρσα και πήγαινε αέρα. Πάντα είναι ωραίο να ακούς από κάποιο νέο στο χώρο να περιγράφει πράγματα και καταστάσεις που τα έχεις πλέον δεδομένα. Φτάσαμε τελικά στον Παύλο Μελά, διασχίσαμε τη γέφυρα σταματώντας στο τελευταίο σπίτι που φιλοξένησε τον Μακεδονομάχο, όπου και σκοτώθηκε ηρωικά το 1904. Το πολύχρωμο γκρουπ των ποδηλατών τόνιζε την αντίθεση με το σκούρο πετρόκτιστο διώροφο σπίτι, το οποίο είχε διατηρηθεί όπως ήταν τότε, στις αρχές του 20ου αιώνα. Ανεβαίνοντας στο ανώι, από τη στενή ξύλινη σκάλα, ένιωθες ότι όλα ήταν εδώ όπως τα άφησαν τότε. Περιηγήθηκα λίγο στα πίσω δωμάτια, ώσπου άκουσα ομιλίες. Πέρασα το φαρδύ σκαλοπάτι και μπήκα στο δωμάτιο που ήταν οι δικοί μου, οι οποίοι άκουγαν ευλαβικά την ιστορία του Μακεδονομάχου από το φύλακα του μουσείου. Στιγμές πραγματικά ανεκτίμητες… Κατεβήκαμε στο προαύλιο, σφραγίσαμε, ήπιαμε, φάγαμε, ξεκουραστήκαμε και πάλι πάνω στις σέλες. Είχαμε ολοκληρώσει μόνο 80 χλμ και τα πιο πολλά υψομετρικά ήταν μπροστά μας. Λόγω εμπειρίας, έκρινα ότι έπρεπε να κάνουμε μια στάση στην επιστροφή για Κορέστεια για κάτι αλμυρό. Την ίδια ιδέα είχε και ο Ιωάννης και σε 20΄ξεπεξέψαμε στο μάρκετ για τα απαραίτητα. Πατατάκια, αλμυρά μπισκοτάκια, γκούντες και ψωμάκια εξαφανίζονταν εν ριπή οφθαλμού, περιχυμένα από παγωμένη coca cola (που συνήθως πάει με όλα!). Πρέσπες, που είναι οι Πρέσπες; Άλλα 30΄χαμένα σε παρατεταμένη χώνεψη και χαζά ανέκδοτα (άλλωστε αυτή είναι η ουσία του ποδηλατοτουρισμού) και ξανά στο δρόμο για Πρέσπες. Ο αέρας φαινόταν να έχει κοπάσει – ή απλά τον είχαμε συνηθίσει – και 15 χλμ πιο κάτω, φάνηκε η πινακίδα για Πρέσπες. Στρίψαμε αριστερά και αμέσως ξεκίνησε ο απότομος λόφος των 2 χλμ στο 8%! Ο καθένας ανέβηκε με τις δυνάμεις του, οπότε μετά την κορυφή ανασυγκρότηση και φωτογραφίες με φόντο –επιτέλους- τις Πρέσπες. Η κατάβαση γρήγορη και άτσαλη, σπάσαμε ολίγον και στον ενδιάμεσο χαμηλό λόφο άρχισα τα σόλο πατήματα. Όταν πλέον συνειδητοποίησα ότι είχα ξεμείνει από νερό, κατάλαβα ότι είχα κάνει το καλύτερο ξεκόλλημα της ημέρας. Προλάβαινα να σταματήσω στο τελευταίο μάρκετ, να εφοδιαστώ με δροσερό νεράκι, να γεμίσω τα παγούρια και να μπω εγκαίρως στο γκρουπέτο μας. Ακολουθούσε εκείνη η στενή λωρίδα γης που συνδέει τις 2 λίμνες, τη Μικρή Πρέσπα στα αριστερά και την Μεγάλη Πρέσπα στα δεξιά σου. Πάνω από το κεφάλι μας πετούσαν πελαργοί, ενώ ο σχεδόν πάντα ούριος άνεμος εδώ, μας βοηθούσε να πάμε γρήγορα. Βρέθηκα να συνποδηλατώ με την Έλενα από Θεσσαλονίκη, που με χαρά έμαθα ότι είχε πρόσφατα εκλεγεί πρόεδρος στον ΠΑΣΘ. Η Έλενα είχε άγχος για τον επόμενο πιο μεγάλο και απότομο λόφο που θα μας οδηγούσε στους Ψαράδες. «Μήπως να τους πούμε να μειώσουν λίγο το ρυθμό τους;» αναφερόμενη στο ζευγάρι εμπρός. «Και δεν τους λέμε» απάντησα και τα παιδιά αμέσως έκοψαν. «Αν θες έχω ένα δεύτερο τζελάκι να σου δώσω» της απάντησα «θα πάρω και εγώ». «Μπα όχι μωρέ» μου ανταπάντησε «θα φάω μερικά σύκα». Παραξενεμένος από την απάντηση, συνέχισα και σε λίγο ξεκινήσαμε τον απότομο λόφο. Τα πρώτα 500 μέτρα είναι πολύ απότομα, μετά κάπως γλυκαίνει, αλλά έχεις στην πλάτη σου ήδη 130 χλμ και 1000 υψομετρικά, οπότε… Πήρα το τζελάκι μου και μπήκα στον γνωστό κόσμο του Πόνου. Μία που χάζευα την απεραντοσύνη της Μεγάλης Πρέσπας, μία που έκανα πιο δεξιά για τους διερχόμενους ποδηλάτες που βρίσκονταν ήδη στο ταξίδι της επιστροφής, μία που σκεφτόμουν ότι δεν έπρεπε να είμαι συνέχεια μπροστά να κόβω αέρα, μία που… τα γνωστά αρνητικά σενάρια ενός κουρασμένου μυαλού. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι η Έλενα ήταν μπροστά, πεταλάροντας με σχετική άνεση. Ρε τι σου κάνουν τα συκαλάκια (to be continued)… Τελικά φάνηκε η κορυφή με την ελληνική σημαία που πάντα ανεμίζει εκεί. Ακόμα μια μάζωξη και βουρ για Ψαράδες. Ψαράδες at last! Πρώτα μας καλωσόρισε η κλασσική πινακίδα «Ψαράδες» και μετά η τοπική πανίδα, με μουγκανητά αδιαφορίας (ξανά sic). Χαλαρά αλλά με αυτοπεποίθηση πεταλάραμε πάνω στο πλακόστρωτο` άλλωστε είχαμε ήδη 135 χλμ στην πλάτη μας. Μας σφράγισε ο Ιωάννης ο Καστοριανός, πήραμε την χειροποίητη μπάρα που έγραφε το όνομα μας και εκεί η ομάδα διχάστηκε. Ναι, είχε έρθει εκείνη η στιγμή που οι μισοί σκέφτονταν μακαρονάδα και οι υπόλοιποι κάτι-ελαφρύ-να-μη-βαρύνουμε. Επικράτησαν οι δεύτεροι, οπότε τους οδήγησα σε ένα όμορφο καφέ με ξύλινους πάγκους, που είχα επισκεφθεί την προηγούμενη φορά. Αφήσαμε τα ποδήλατα να φορτίζουν στον ήλιο και παραγγείλαμε καφέ με τοστ. Ήταν εκείνη η στιγμή, που η μονομαχία μεταξύ Ιωάννη- Στρατούλη ξέσπασε… Μια γύρα από 2α τοστ τόλμησε ο πρώτος, μια γύρα από 3α τοστ ξανατόλμησε ο δεύτερος. Και εκεί που φαινόταν ισόπαλο το αποτέλεσμα, ο από μηχανής θεός (call me Νάκης) πρότεινε παγωτό καϊμάκι με συκαλάκι! Στον ορυμαγδό των παραγγελιών που ακολούθησε, πρόλαβα τελευταία στιγμή να δεθώ στο κατάρτι και να βάλω βουλοκέρι στα αυτιά μου. Όταν τα κουτάλια ηρέμησαν και πέρασε η «καταιγίδα» ξεδέθηκα από το κατάρτι, φόρεσα τον ποδηλατικό εξοπλισμό μου και ανασυνταχτήκαμε χαρούμενοι από το ολιγόλεπτο -πάνω από 60΄δλδ- διάλλειμα. Η γλυκιά επιστροφή Ανεβήκαμε ήρεμα το λόφο που είχαμε κατέβει χωρίς ιδιαίτερη βαβούρα, και κατέβηκα «σχετικά» γρήγορα την άλλη πλευρά. Σειρά τώρα είχε η πεζογέφυρα στον Άγιο Αχίλλειο. Περάσαμε λοιπόν με τα ποδήλατα πάνω στην πλωτή πεζογέφυρα, καλαμιές δεξιά, βρύα αριστερά, πουλιά πετούμενα, μια περίεργη ησυχία τριγύρω και σίγουρα κάπου εκεί κρυμμένος θα ήταν ο Αγγελόπουλος, σκεφτόμενος το επόμενο πλάνο του… Ο Γιάννης από την Καστοριά μπόρεσε και μας στρίμωξε όλους μαζί και έβγαλε – προσωπικά νομίζω-, μια από τις καλύτερες μπρεβετάδικες φωτογραφίες. Σε μερικά λεπτά, ποδηλατούσαμε πάλι στη στενή λωρίδα γης και πετύχαμε το γκρουπάκι από Αλεξάνδρεια. Τα παιδιά μας υποδέχθηκαν θερμά στην παρέα και συνεχίσαμε δυνατά προς τον τελευταίο λόφο, κεφάλαιο 2, ο Πόνος είναι Αδερφός μας… Διασταύρωση και πινακίδα δεξιά προς Καστοριά. Η αρχή του τέλους για το φετινό μπρεβέ. Ακόμα μόνο 37 εύκολα χλμ. Το αρχικό γκρουπ – Μαίρη, Έλενα, Ιωάννης, Τάκης, Στρατούλης και εγώ – ξεκινήσαμε για το ταξίδι της επιστροφής. Ανοίγματα, πατήματα, συγκροτήσεις και ανοίγματα, έτσι για να μην βαρεθούμε μωρέ. Ανεβήκαμε πάλι το βουνό, φτάσαμε στην γέφυρα ενώ στο βάθος η απογευματινή Καστοριά μας περίμενε από ώρα. Έφυγα ωσάν κουφέτο στην κατηφόρα (τα πάθη δεν κρύβονται) και τους περίμενα μετά την Κορομηλιά. Μονός στίχος, ο νέος-που-είναι-ωραίος (βλέπε Στρατούλης) μπροστά, σταθερά στα 30 χ.α.ω. και η γεύση της παγωμένης μπύρας που έγραφε το όνομα μου, μου τριβέλιζε το μυαλό. Επίλογος Τα υπόλοιπα κύλησαν εκπληκτικά γρήγορα και 30΄μετά ανεβαίναμε το πεζοδρόμιο για το τέλος του ταξιδιού μας. Ανακούφιση, ανάταση ψυχής, ευχαρίστηση, κούραση, πείνα και δίψα, όλα μαζί και ανάκατα. Μια κοπέλα μου πρόσφερε μια παγωμένη μπύρα και ένα ζεστό χαμόγελο, ενώ περίμενα να σφραγίσω. Χρειαζόταν κάτι περισσότερο; Το αίσθημα της φιλοξενίας σε μια κίνηση. Παραλάβαμε τα δώρα μας και εκείνο το βαρύτιμο μετάλλιο συμμετοχής – το έδωσα στη μικρή μου όταν γύρισα σπίτι –, άφησα στην άκρη το ποδήλατο και έπεσα με ανακούφιση πάνω στο δροσερό γρασίδι. The mission was over. Πήρα και μια δεύτερη παγωμένη μπύρα, από το βαρέλι με τα παγάκια, πήρα και ένα πακέτο μακαρονάδα και μερικά σουβλάκια και ξεκινήσαμε τις αμπελοφιλοσοφίες με τους παίδες. Τελικά η ζωή είναι πολύ ωραία, όταν ποδηλατείς με τους φίλους σου. Εις το επανιδείν, φίλοι από την όμορφη Καστοριά…