Share on Facebook Share on Twitter Ήταν η τελευταία Κυριακή πριν τα Χριστούγεννα. Ο καιρός στη Φλώρινα, είχε φορέσει το χειμερινό του σετ, πασπαλισμένο με αρκετή υγρασία. Εδώ και μερικές μέρες μια ίωση – ευτυχώς όχι η γνωστή – με είχε ταλαιπωρήσει. Είχα να βγω για προπόνηση από την προηγούμενη Κυριακή και εν μέρη αυτό ήταν κάτι καλό, γιατί έτσι έδινα στο σώμα μου περισσότερο χρόνο αποκατάστασης από το ατύχημα μου. Πλέον τα κατάγματα είχαν δέσει, αλλά με το καινούργιο σπορ που εξέλισσα – το τρέξιμο – το σώμα δεχόταν μεγαλύτερες καταπονήσεις από την ποδηλασία. Πρόσφατα είχα παραλάβει το καινούργιο κολάν και το αντιανεμικό, οπότε σήμερα ένιωθα καλά και ήταν η μέρα να τα δοκιμάσω. Σε κάθε προηγούμενη δρομική προπόνηση, το σώμα μου μην έχοντας ακόμα συνηθίσει το «κρουστικό» σοκ που προκαλεί το τρέξιμο, αργούσε αρκετά να ζεσταθεί. Όταν βρισκόταν πλέον σε θερμοκρασία λειτουργίας, μετά από λίγο ο πόνος από τα κατάγματα ερχόταν στην επιφάνεια. Από εκεί και πέρα, ένοιωθα ότι είχα ένα δεξί πόδι και μισό αριστερό, και προσπαθούσα να κρατήσω το ρυθμό, αντέχοντας τους πόνους. Σήμερα είχα μια ελπίδα ότι θα γίνει κάτι διαφορετικό, γιατί δεν ένοιωθα καθόλου τράβηγμα στο αριστερό μου πόδι. Φόρεσα τα «καλά μου» και ξεκίνησα, έχοντας στο μυαλό ένα long run, μια αργή μεγάλη απόσταση δηλαδή, κοντά στα 10 χλμ. Τροποποίησα λίγο τη διαδρομή, περιλαμβάνοντας μεγαλύτερο κομμάτι δίπλα στο Σακουλέβα, το ποτάμι της Φλώρινας, έτσι ώστε να μην χρειαστεί να κάνω παραπάνω από 2 γύρους. Βγήκα και ξεκίνησα το ζέσταμα, περπατώντας έντονα. Υγρασία, καταχνιά πάνω στο βουνό, θερμοκρασία κοντά στους 5 C. Κρύωνα ήδη, αλλά ήξερα ότι με το τρέξιμο θα ζεσταινόμουν. Μετά το 1ο χλμ είχα ήδη ξεκινήσει να ζεσταίνομαι και ένιωθα μια χαρά. Μετά το 2ο χλμ είχα αρχίσει να ιδρώνω ελαφρά, και αυτό ήταν το αίσθημα που θα παρέμεινε σε ολόκληρη τη διαδρομή. Τα ρούχα που φορούσα εξάτμιζαν το μεγαλύτερο ποσοστό της εφίδρωσης, κρατώντας το σώμα δροσερό, αλλά όχι μουσκεμένο. Στο 3ο χλμ, όταν είχα μπει στο κομμάτι με τις ανωφέρειες, ήμουν πλέον σε θερμοκρασία λειτουργίας. Παρόλα αυτά, δεν ένοιωθα κανένα πόνο από το κάταγμα, απλά που και που ακουγόταν από το μεγάφωνο «Εδώ είμαι, μη με ξεχνάς…», αλλά τίποτα συγκλονιστικό. Αυτά ήταν πολύ καλά νέα, με συνέπεια να μπορώ να κρατώ ένα αρκετό γρήγορο – για μένα- τέμπο, κοντά στα 7:30 λεπτά/χλμ. Περνώντας κοντά από το σπίτι μου, το 5ο χλμ ολοκληρωνόταν πολύ πιο γρήγορα από ότι υπολόγιζα. «Ίσως πηγαίνω πιο γρήγορα από ό,τι πρέπει» σκέφτηκα, αλλά τα πόδια απλά πήγαιναν. Όποιος ασχολείται με το σπορ, καταλαβαίνει πως το εννοώ… Φτάνοντας στο ένα άκρο της διαδρομής, στην κεντρική γέφυρα του ποταμού, έκανα αναστροφή και ξεκίνησα από την άλλη πλευρά. Μόλις έφτασα στα ανηφορικά τμήματα, είχα συμπληρώσει ήδη 7 χλμ. Πήρα ένα τζελάκι, γιατί τα δύσκολα τώρα ξεκινούσαν. Εκείνες οι γειτονιές, που είναι ακριβώς στους πρόποδες του βουνού, είναι οι πιο γραφικές της Φλώρινας. Πέρασα τη γωνία με τους κάδους όπου πάντα κάθεται μια μαύρη γάτα – περιέργως καλό σημάδι για μένα –, πέρασα εκείνη την απότομη ανηφόρα, όπου πάντα μυρίζω παϊδάκια να ψήνονται. Προσπέρασα γρήγορα το παλιό σπίτι με τον παππού που με κοιτάει πάντα μέσα από μια μεγάλη τζαμαρία, την «τρελή» αυλή με τις πολύχρωμες επιγραφές, και έφτασα στην μεγάλη κατηφόρα που την περιμένω με λαχτάρα και βγάζει στο «Στέκι του Καραγκιόζη». Μετά τη μικρή ανηφόρα, η μικρή Εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, η μεγάλη ευθεία και ακόμα μια ευπρόσδεκτη κατηφόρα που με φέρνει στα γήπεδα του τένις, πίσω από τον Άγιο Νικόλαο. Το σώμα βρίσκει το ρυθμό του, το μυαλό αδειάζει από περιττές σκέψεις, τα μάτια ρουφούν με αδημονία τις χειμωνιάτικες εικόνες της πόλης μου, στα αυτιά ηχεί ρυθμικά κάθε εισπνοή και εκπνοή… Το σώμα και το πνεύμα συγχρονίζονται με το περιβάλλον. Πλέον είχα περάσει το 9ο χλμ και οι μύες στα πόδια άρχισαν να σφίγγουν. Είχα δαπανήσει παραπάνω καύσιμο στα πρώτα χιλιόμετρα, αλλά είχα περάσει όμορφα. Πλησίαζα στο σπίτι, όταν το κόκκινο φωτάκι της ρεζέρβας εμφανίστηκε. «Καλά ήταν όσο κράτησε» σκέφτηκα και άρχισα να κόβω ρυθμό. Όταν πάτησα και πάλι στο πλακόστρωτο δίπλα στο ποτάμι, όλοι οι πόνοι εμφανίστηκαν μεμιάς. Ένοιωθα ότι ένα αλεξίπτωτο άνοιξε πίσω στην πλάτη μου και με φρέναρε συνεχώς. Αν και έτρεχα σε ελαφρά κατωφέρεια, ο ρυθμός μου είχε πέσει, οι τετρακέφαλοι είχαν γαλακτώσει, οι αστράγαλοι πονούσαν σε κάθε πάτημα πάνω στο πλακόστρωτο. Στο μυαλό μου όμως ήταν σταθερό το νούμερο 12 και φτάνοντας στην κεντρική γέφυρα είχα καλύψει 11 χλμ διαδρομής. Έμενε μόνο 1 χλμ για τον τερματισμό. Εκείνο το τελευταίο χιλιόμετρο έγινε κυριολεκτικά με σφιγμένα δόντια. Όταν συναντούσα κόσμο δίπλα μου έπαιρνα κουράγιο και συνέχιζα. Έτσι, χωρίς να καταλάβω, όταν κοίταξα πάλι το κινητό μου το μαγικό νούμερο 12 είχε συμπληρωθεί, δίπλα ακριβώς από την όμορφη Ιτέα Κλαίουσα που συναντώ πάντα όταν κατεβαίνω, δίπλα στο ποτάμι. Εκεί πλέον χαλάρωσα, έβαλα την κουκούλα του αντιανεμικού και έκανα τα τελευταία 100 μέτρα περπατώντας. Χαμογελώντας, γεμάτος εικόνες και όμορφα συναισθήματα, πέρασα την εξώπορτα της πολυκατοικίας μου. Η αποστολή είχε στεφθεί με επιτυχία…