Share on Facebook Share on Twitter Χτυπάει το ξυπνητήρι την πρώτη φορά και τρώει αμέσως σνουζ. Δέκα λεπτά αργότερα ξαναχτυπάει, και αυτή τη φορά ανοίγω τα μάτια. Το bivy είναι μούσκεμα απ’ έξω, μάρτυρας της υγρασίας που επικρατεί. Δεν έχω τη φρεσκάδα που είχα την προηγούμενη το πρωί και θα γούσταρα να μείνω μέσα στον υπνόσακο μέχρι να ξημερώσει, αλλά σκέφτομαι πως είναι η τελευταία μέρα και πως, θεωρητικά, μέχρι το μεσημέρι θα έχω τελειώσει, και μαζεύω την απαιτούμενη ενέργεια για να βγω έξω. Φοράω αμέσως το ζεστό από τον υπνόσακο μπουφάν για να διατηρήσω θερμότητα, και περνάω την κουκούλα του πάνω απ’ τον σκούφο. Παίρνω γραμμή απευθείας για το γκαζάκι και τον καφέ… Καθώς τον πίνω, ετοιμάζω ταυτόχρονα το πρωινό με βρώμη, ξηρούς καρπούς και μέλι… Τελειώνω το μάζεμα και πακετάρισμα καθώς ξημερώνει. Ήθελα να φύγω στις 7, τελικά τα κατάφερα στις 7:30. Πάμε για την διεκπεραίωση, 100 χιλιόμετρα, 2000 υψομετρικά. Πριν φτάσω στην Ξηρονομή, το επόμενο χωριό, ο ήλιος ανατέλλει. Μετά και τη δεύτερη νύχτα, καθώς έχει καταναλωθεί το μεγαλύτερο μέρος των προμηθειών που είχα στην εκκίνηση, το ποδήλατο έχει ελαφρύνει πολύ, και η απιντούρα έχει συμμαζευτεί, καθιστώντας τον χειρισμό του πιο ρευστό και εύκολο. Δυστυχώς, δεν μπορώ να πω το ίδιο και για τα πόδια μου. Τα υψομετρικά της προηγούμενης μέρας σε συνδυασμό με το βάρος και την συσσωρευμένη κούραση, καθιστούν τους τετρακέφαλους πολύ βαριούς και, τρόπον τινά, άκαμπτους. Ελαφραίνω πάτημα για να στροφάρω μερικά χιλιόμετρα, μέχρι που να ζεσταθούν καλά-καλά και να μετριαστεί το πιάσιμο. Ερυθρές, τελευταίο κοντρόλ Ξηρονομή, Ελλοπία, Λεύκτρα, Καπαρέλλι κυλάνε ήρεμα, όντας ακόμα μισοκοιμισμένα αγροτικά χωριά. Το κομμάτι αυτό της διαδρομής ρέει συμπαθητικά αν και αδιάφορα από απόψεως τοπίου. Ένα ανηφοράκι πριν την είσοδο στις Πλαταιές ανάβει λίγο τα αίματα, για να φτάσω στη συνέχεια στη μεγάλη πινακίδα στη διασταύρωση Ερυθρών, όπου ακουμπάω τον Γέρο για την φωτογραφία του τελευταίου κοντρόλ πριν τον τερματισμό. Βγαίνοντας στον φαρδύ, ανηφορικό κεντρικό, που αν τον συνεχίσεις καταλήγει στην Ελευσίνα μέσω Κάζας, σταματάω στην άκρη να βάλω λίγο λάδι στην θορυβώδη αλυσίδα. Το σπρέι από τα βρεγμένα οδοστρώματα των δύο προηγούμενων ημερών ξέρανε την λίπανση, και υποψιάζομαι από την άσπρη όψη της ότι εναπόθεσε μπόλικο αλάτι, όχι μόνο στην αλυσίδα, αλλά και εμφανώς και σε όλα τα υπόλοιπα κινούμενα μέρη και τον σκελετό.Μετά τη διαδικασία λίπανσης, κατεβάζω και μερικά ακόμα γεμιστά μπισκότα, τα οποία κάνουν τελικά πολύ καλή δουλειά. Θα πρέπει να το έχουμε υπόψη αυτό σε επόμενα ταξίδια… Βίλια, Πόρτο Γερμενό Μετά την σύντομη ανάπαυλα, συνεχίζω μέσα στα πεύκα την ανάβαση στο πολύ καλό οδόστρωμα. Ευτυχώς το πρωινό πιάσιμο έχει μετριαστεί καθώς ζεστάθηκαν τα πόδια και χαλάρωσαν οι μπουκωμένοι τετρακέφαλοι. Φτάνω και στρίβω δεξιά στην διασταύρωση για Βίλια. Εκατέρωθεν του δρόμου το τοπίο είναι κάπως θλιβερό, με τους γυμνούς, καμένους κορμούς να συνθέτουν μια σουρεαλιστική εικόνα αποκάλυψης που τρυπάει τόσο το μάτι όσο και την ψυχή… Προσπερνάω τα Βίλια από τον περιμετρικό τους δρόμο, ανεβαίνοντας σε μία ανηφόρα που μου φαίνεται αργή σε σχέση με αυτό που θεωρούσα ότι μπορούσα να καταφέρω. Η αλήθεια είναι ότι είχα αγχωθεί λιγάκι, καθώς από το ύψος της προηγούμενης διασταύρωσης και μετά, έβλεπα απέναντι στον Κιθαιρώνα απειλητικά μαύρα σύννεφα να μαζεύονται και να ρίχνουν νερό στην περιοχή των κορυφών, και αδημονούσα να πιάσω την κατηφόρα για ν’ απομακρυνθώ από την μπίχλα όσο το δυνατόν ταχύτερα. Δεν είχα καμία όρεξη να φάω βροχή τώρα στο τελείωμα! Φτάνω επιτέλους στη διασταύρωση αριστερά για Πόρτο Γερμενό. Η ταχύτητα της κατηφόρας με ανακουφίζει. Αν και δεν έχω διαφύγει τον «κίνδυνο», έχω την σαφή αίσθηση ότι απομακρύνομαι από αυτό. Μπαίνω ξανά μέσα σε πευκοδάσος, άκαυτο αυτή τη φορά. Σε κάποια φάση χτυπάω ένα πολύ απότομο τοιχάκι, μέσο διψήφιο, που αναγκαστικά ανεβαίνω με το 30-30 ευκολότερο πάτημα. Στις περιπτώσεις αυτές χρειάζεται να οπλιστείς με υπομονή και να συνεχίζεις να στροφάρεις, παρά τον πόνο που μπορεί να κατακλύζει τα πόδια σου. Μία από τις βασικότερες απαιτήσεις για να είσαι επιτυχημένος ως ραντονέρ υπεραποστάσεων, είναι η ικανότητα να υπομένεις αυτόν τον πόνο επ’ αορίστου. Ίσως ακουστεί μαζοχιστικό, αλλά αν καταφέρνεις κιόλας να τον κάνεις φίλο και σύντροφό σου και να τον καλωσορίζεις όταν έρχεται, τότε μπαίνεις σ’ έναν κόσμο που οι γνωστοί σου εκτός του χώρου δεν θα μπορέσουν να καταλάβουν, όσο κι αν προσπαθείς να τους το εξηγήσεις. Είναι αντιφατικό, το ξέρω, αλλά έτσι είναι… Θάλαττα, θάλαττα! Στο τελείωμα του τοίχου, μια στροφή σε ανταμείβει με την υπέροχη θέα στο κολπάκι της Ψάθας. Κατά κάποιο τρόπο, η ανταμοιβή πολλαπλασιάζεται καθώς κατεβαίνεις τον πολύ απότομο δρόμο, υπό την έννοια ότι σκέφτεσαι πως ευτυχώς δεν είχες να το ανέβεις αυτό. Βέβαια, για να ομολογήσω την αμαρτία μου, έκανα μια νοητική σημείωση πως πρέπει να ξανάρθω εδώ, ανάποδα, με ελαφρύ ποδήλατο χωρίς φορτίο, ξεκούραστος και φρέσκος, για να βγάλω γούστα ανεβαίνοντας το… Το μηδενικό υψόμετρο και η εγγύτητα της θάλασσας στον παραλιακό δρόμο είναι μια πολύ ωραία ιδιαιτερότητα όταν συμβαίνει σε SuperRandonnée. Σταματάω για φωτογραφίες, και σκέφτομαι ότι ακολουθεί ένα περίπου επίπεδο κομμάτι περίπου 20 χλμ, μέχρι την απολύτως τελευταία ανάβαση της διαδρομής για τα Πίσια. Είναι εύκολο βέβαια να ξεγελαστείς και να νομίσεις ότι έχεις τελειώσει… Η ώρα είναι 11:30, απομένουν περίπου 40 χλμ (και 700 μ) και έχω 7 ώρες στη διάθεσή μου για να τα καλύψω. Μόνο ένα ατύχημα, ένας ξαφνικός σοβαρός τραυματισμός ή μια καταστροφική αβαρία μπορούν να εμποδίσουν την επιτυχή ολοκλήρωση ως Randonneur. «Δημήτρη, focus! Διώξε τις σκέψεις αυτές γιατί θα τις προκαλέσεις τις καταστροφές που σκέφτεσαι», μιλάει το watchdog μέσα μου… Φεύγοντας από την Ψάθα, αμέσως υπάρχει ένα τμήμα παρακείμενο σε κάθετη πλαγιά στ’ αριστερά, και μου φαίνεται και ψιλοαντίθετη κλίση σημειακά. Ο δρόμος είναι κακός και σπασμένος, που δικαιολογεί τις προειδοποιητικές πινακίδες ότι ντεμέκ απαγορεύεται η διέλευση και ότι αν ο οδηγός επιλέξει να περάσει, φέρει την πλήρη ευθύνη για ότι τυχόν του συμβεί. Μπαριέρα δεν έχει βέβαια… Προχωράω προσεκτικά στο σπασμένο οδόστρωμα, και διαπιστώνω ότι τα νερά στο δρόμο δεν είναι βρόχινα αλλά θαλασσινά. Ο χθεσινός αέρας θα πρέπει να είχε σηκώσει κύματα που πλημμύρισαν τον δρόμο. Στα πολύ χάλια σημεία ξεπεζεύω και σηκώνω το ποδήλατο στο χέρι, για να το περάσω περπατώντας από το εξίσου σπασμένο και βρεγμένο πεζοδρόμιο.Κριτς κριτς κάνει ή άμμος στα σχαράκια μου. Καθώς το παίρνω στο χέρι, νιώθω το ποδήλατο εκπληκτικά πιο ελαφρύ απ’ ότι ήταν δύο μέρες νωρίτερα. Εμ, καταναλώθηκαν όλες οι προμήθειες. Αντιμετωπίζω με παρόμοιο τρόπο τις δύσκολες ζώνες στα επόμενα ένα-δύο χιλιόμετρα, για να βγω τελικά στον «καλό» δρόμο που περνά από Αλεποχώρι, Αιγειρούσες και Μαυρολίμνη. Αριστερά ενίοτε τα καφέ καμένα πεύκα υπενθυμίζουν τις πρώτες περσινές πυρκαγιές των αρχών του καλοκαιριού, του πρώτου και, όπως αποδείχθηκε αργότερα, ηπιότερου χαστουκιού του σύμπαντος στον Έλληνα για το καλοκαίρι του 2021. Λίγο πριν φτάσω στον Σχίνο, κάτι πάνω-κάτω σε σκονισμένο δρόμο στο ύψος των Βαμβακιών, όπου εκτελούσαν και αντιπλημμυρικά έργα, μου υπενθυμίζουν την κούραση μου, και σταματάω για να φάω κάνα-δυο γεμιστά μπισκότα και να βγάλω κάνα ρούχο, καθώς ο ήλιος που χτυπάει καθιστά το φουλ ντύσιμο λίγο υπερβολικό. Άλλωστε, μπροστά είναι και η ανάβαση στα Πίσια… Τελευταία ανάβαση Η οποία ανηφόρα, ξεκινάει με ήπια ανηφόρα μέσα στον Σχίνο, και γίνεται πιο απότομη μετά από μια δεξιά στροφή στην έξοδο του χωριού. Έχω άπειρο χρόνο μπροστά μου για τις 60 ώρες, οπότε χωρίς βιασύνη, με ένα ελαφρύ πάτημα και στροφάρισμα συνεχίζω. Είναι εκείνη η κατάσταση κατά την οποία πρέπει να επιδεικνύεις το ψυχικό σθένος και την υπομονή όταν έχεις να ανέβεις κάτι δύσκολο και χρονοβόρο μερικά χιλιόμετρα πριν τον τερματισμό. Μένουν ακόμα λιγότερα από 2ο χλμ για το τέλος του ταξιδιού. Για την ανάβαση υπολείπονται 6-7 χλμ από το σημείο όπου βρίσκομαι, κι όμως το μυαλό σου πρέπει να συμβιβάσει τα εκ πρώτης όψεως αντιφατικά, αλλά άκρως πραγματικά δεδομένα του χρόνου που θα χρειαστεί για να καλύψεις αυτή τη μικρή απόσταση, λαμβάνοντας υπόψη τις παραμέτρους των υψομετρικών και της κούρασης… Στο μέσον περίπου της ανηφορικής χιλιομετρικής απόστασης, οι κλίσεις σκληραίνουν, και εκτιμώ ότι αγγίζουν ή/και ξεπερνούν το 10% ανά σημεία. 30-30 στην τριπλέτα, στοφάρισμα, υπομονή… Κοιτάω γύρω μου τα δέντρα, και εισπνέω βαθιά την μυρωδιά του πεύκου. Το μυαλό μου αποκλίνει από την προσδοκία του τερματισμού και συντονίζεται με το δάσος. Τα πόδια μου πονάνε, αλλά παραδόξως νιώθω πολύ καλά, είμαι χαρούμενος, και, όσο κι αν ακούγεται περίεργο, ένα μεγάλο μέρος της ψυχής μου εύχεται να μην τελειώσει σύντομα η ανάβαση… Όμως η ανάβαση τελειώνει, σ’ εκείνο το εκκλησάκι στα αριστερά του δρόμου. Λίγα πάνω-κάτω ακόμα και θα μπω στα Πίσια, θα τα διασχίσω κατηφορικά, και επί της ουσίας η κατηφόρα δεν θα σταματήσει μέχρι τον τερματισμό. Έτσι και γίνεται, βγαίνοντας από το χωριό στα 600 μ υψόμετρο, στον φαρδύ και καλό κατηφορικό δρόμο, με τη θάλασσα μπροστά κι αριστερά μου. Τερματισμός Τελευταίο χωριό η Περαχώρα, το περνάω κι αυτό, και λίγο μετά σταματάω για την κλασσική φωτογραφία στο βαμμένο βανάκι. Ξανακαβαλάω και, με προσοχή στην κάπως ανεξήγητα αυξημένη κίνηση, αφήνομαι στη βαρύτητα. Έχω βάλει το Garmin να μετράει αντίστροφα την απόσταση για τον τερματισμό και απλά τσουλάω. 2 χιλιόμετρα, 1 χιλιόμετρο… 300 μέτρα… 200 μέτρα… 100 μέτρα… μηδέν… αλλά δεν είμαι στον καταρράκτη? Η διαδρομή έχει κάνα χιλιόμετρο ακόμα αλλά δεν με νοιάζει, το παίρνω σαν το κερασάκι στην τούρτα, το γκοφρετέ μπισκότο πάνω στο παγωτό, ή το κρεμμύδι στο πιτόγυρο, για τις πιο σκληροπυρηνικές ψυχές… Ο καταρράκτης! Ξεπεζεύω, στήνω το ποδήλατο στο τοιχάκι και τραβάω την φωτογραφία τερματισμού… δύο και δεκαοκτώ… 55 ώρες και 42 λεπτά…μισή ώρα συν στον χρόνο που είχα υπολογίσει, αλλά πολύ κάτω από τις 60 ώρες…Holyshit, I did it, I DID IT! Επίλογος Με τα πόδια περπατάω απέναντι τσουλώντας τον Γέρο, τον στηρίζω, του δίνω χαϊδευτικά δυο χτυπηματάκια στη σέλα και κάθομαι στον τοίχο της παραλίας. Παίρνω πέντε λεπτά, να κάτσει λίγο η ιδέα μέσα μου, να δέσει η σάλτσα που λέμε. Κάπου μέσα στη γαλήνη της συνειδητοποίησης, τσουπ πετάγεται μια σκέψη: «Τι θα είναι το επόμενο;» Ξεκαρδίζομαι στα γέλια…