Share on Facebook Share on Twitter Η Στράτα των Βλάχων 400 χλμ Τρανσβλαχινένταλ race… (Καιρό έχω να γράψω…) Αύγουστος 2014… έχω κάνει μόνο δύο 200άρια μπρεβέ μέχρι στιγμής, και για το χλωρό μου στις υπεραποστάσεις μυαλό, η σκέψη και μόνο 400 χιλιομέτρων είναι ικανή να με ζαλίζει, πόσο μάλλον και όταν αυτά συνοδεύονται από αναβάσεις που φτάνουν τα 7000 υψομετρικά μέσα από την καρδιά της Πίνδου… Τρία χρόνια αργότερα, η Στράτα των Βλάχων, το κάποτε μυθικό αυτό μπρεβέ με τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά αντιμετωπίζεται πλέον πιο πολύ σαν ρουτίνα, αλλά και μια ιδανική ευκαιρία να δω και να τα πούμε με πολύ καλούς φίλους, με πρώτον απ’όλους τον ίδιο τον Μίστερ Koziakas Refuge, τον Periklis Mitronatsios. Ξεκίνημα Φεύγω βαρύς από την Θεσσαλονίκη προχωρημένο απόγευμα Παρασκευής. Η αλήθεια είναι ότι βαριέμαι το οδήγημα, κάνει και πολύ ζέστη, και γενικώς έχω κουραστεί και πάλι φέτος, θα προτιμούσα να πίνω φραπέ στο μπαλκόνι μου, αγναντεύοντας τον Όλυμπο απέναντι. Είχε περάσει νωρίτερα μέσα στη βδομάδα μια σκέψη, μήπως και κάνω το διακοσάρι αυθημερόν μιας και δεν το έχω ξανακάνει, έτσι για οικονομία χρόνου Όμως πέρα απ’όλα, η Στράτα των Βλάχων πρώτον αποτελεί το προτελευταίο σκαλοπάτι του προγράμματος για τον ύστατο εναπομείναντα φετινό μου στόχο, που είναι η συμπλήρωση διπλού Super Randonneur, και δεύτερον και κυριότερον περνάει από μερικά από τα πιο όμορφα και αγαπημένα μου μέρη της Ελλάδας, και δεν θέλω να τη χάσω. Πύλη Τρικάλων Φτάνω αργάμισυ το βράδυ στην Πύλη Τρικάλων, και αφού συνεννοούμαι τηλεφωνικώς με τον Περικλή πάω απευθείας για τούφινγκ στο γυμναστήριο της κωμόπολης. Μπαίνοντας βλέπω το Cervélo του Makis Dimos Balkouranidis, και συνειδητοποιώ ότι, μέσα στο γενικό κλίμα του θερινού αποσυντονισμού, ξέχασα να του φέρω κάτι κάρτες και μετάλλια για να τις μοιράσει… δεν πειράζει, στην Λάρισα με το καλό… Η αίθουσα είναι άδεια εκτός από έναν που κοιμάται στη γωνία. Στρώνω και πέφτω αμέσως για ύπνο… Μέσα στη νύχτα μπαινοβγαίνουν δροσερός αέρας από τα παράθυρα, ανθρώπινες σιλουέτες από την αίθουσα (μήπως είδα και μια γυναίκα?!?…), και γω απ’ τον ύπνο.. Το πρωί η αίθουσα είναι γεμάτη στρώματα, ποδήλατα και κοιμισμένους. Την πρώτη καλημέρα την λέω με τον Μάκη, που αυτός δεν ξέχασε να φέρει τις κάρτες για τους Θεσσαλονικείς. Δίπλα είναι ο John Jiv και ο Βαγγέλης Τασιόπουλος. O Antonios Zachariadis μαστορεύει το ποδήλατο του, ενώ κατεβαίνοντας βλέπω και το χαρακτηριστικό εκείνο παλ ροζ και άσπρο ποδήλατο της Angeliki Tzigkou, που μέχρι στιγμής είδα μόνο σε φωτογραφία στο ΦΒ… Άρα όντως είχε και μια γυναίκα!!… με την οποία χαιρετιόμαστε και ανταλλάζουμε μερικές κουβέντες… Εκκίνηση Ντύνομαι, κλειδώνω και φεύγω τελευταίος από το γυμναστήριο, χαλαρά, για την εκκίνηση. Έχει αρκετό κόσμο, αλλά οι περισσότεροι είναι για το 200άρι. Kostas Pontikis, Christos Tsianavas, Αθανάσιος Βορδάνος, Βασίλης Αλεξανδρής, Kostas Kalfas, Kostas Istrilatis, Sakis Plakias, Kostas Tyligadas μερικοί από τους παρευρισκόμενους. Ξεκινάμε με πολύ κέφι. Στο πρώτο χιλιόμετρο οι 200άρηδες φεύγουν δεξιά προς Μουζάκι, και μένουμε οι 15 για το 400άρι να πηγαίνουμε προς Τρίκαλα. Λίγο πριν φτάσουμε, συνειδητοποιώ ότι δεν επέστρεψα το κλειδί του γυμναστηρίου στον Περικλή. Συνεννοούμαστε τηλεφωνικά να το αφήσω κάπου, αλλά εν τω μεταξύ το γκρουπ έχει φύγει μπροστά. Διασχίζω τα Τρίκαλα μόνος μου. Σμίγω λίγο μετά με ένα γκρουπάκι που με περίμενε, ο Βαγγέλης, ο Γιάννης, ο Agisilaos Lampropoulos και ο Τάκης Χρυσός που έκανε το ταξίδι από το Άργος για το μπρεβέ. Περνάμε τα χωριά και μπαίνουμε στην Καλαμπάκα με φόντο τα επιβλητικά Μετέωρα. Πρώτες ανηφόρες Πιάνουμε τα πρώτα ανηφοράκια για Καστράκι, μέσα στο οποίο χανόμαστε μεταξύ μας από λάθος πλοήγησης. Λίγο μετά ποδηλατώ πίσω από τους δύο Κώστηδες της Πύλης, που για κάποιο λόγο συμπαθώ ειδικά (δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτά τα παιδιά μου βγάζουν κάτι το ιδιαίτερα θετικό…) και κουβεντιάζω με τον Βαγγέλη, τον πατέρα τους ενός, που είχα γνωρίσει εν συντομία στη Θάσο ένα μήνα νωρίτερα. Ο ρυθμός τους είναι χαλαρός και η παρέα είναι ότι πρέπει, μέχρι που να φτάσει το γκρουπάκι με το οποίο χαθήκαμε στο Καστράκι. Όταν γίνεται αυτό, αφήνω τα παιδιά στο ρυθμό τους, και λίγο πιο μπροστά βλέπουμε τους Tolis Vasilakis και Sakis Tsionaras. Και αυτοί, όπως κι εμείς, έχουμε αρχίσει να παλεύουμε με τη ζέστη και τον ήλιο, με εξαίρεση ίσως τον Τζον Τζιβ που, σαν νεότερος και πολύ πιο φορμαρισμένος από εμάς τα γεροντάκια, φαίνεται να μην τον επηρεάζει οποιαδήποτε αντιξοότητα σε μορφή υψηλής θερμοκρασίας… Με τα πολλά, περνάμε τον Βενέτικο και φτάνουμε στα Γρεβενά. Σκορπιζόμαστε άλλοι σε έναν φούρνο, ο Βαγγέλης για καφέ ενώ εγώ στο περίπτερο για κόκα κόλα και παγωτό. Μαζευόμαστε ξανά και την ώρα που φεύγουμε καταφτάνουν δυο-τρία οχήματα της Πυροσβεστικής (όχι για να σβήσουν εμάς ) για να αντιμετωπίσουν την αιτία του καπνού που βλέπουμε να καλύπτει τον κεντρικό δρόμο των Γρεβενών 100 μέτρα πιο πίσω. Ζέστη Φεύγουμε. Λίγο πριν τους Μαυραναίους, διακρίνω πολύ πόνο ζωγραφισμένο στα πρόσωπα του Τόλη και του Άγη. Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ υποφέρω. Η ζέστη είναι αφόρητη, και δυστυχώς ανεβαίνοντας σε υψόμετρο δεν δροσίζει όπως θα περίμενε κανείς. Περνάμε τον Ζιάκα και με τον Γιάννη σταματάμε στη βρύση ψηλά πάνω απ’ το δρόμο. Εκεί λούζω τα μαλλιά μου με το κρύο νερό και κάπως ανακουφίζομαι. Παρόλο που βρίσκομαι μακριά από τα όρια της θερμοπληξίας, η ζέστη και ο ρυθμός με έχουν καταβάλει (ένας ρυθμός που εδώ που τα λέμε δεν είναι δα και τόσο γρήγορος!). Το γκρουπάκι μας που πλέον αποτελείται από Τζιβιέρη, Τασιόπουλο και Χρυσό, διαλύεται στα εξόν συνετέθη για την ανηφόρα προς το διάσελο Καραστεργίου. Όμως έχοντας μείνει τελευταίος, βλέπω μπροστά τον Τάκη, κάνω μια προσπάθεια και τον φτάνω. Ανεβαίνουμε μαζί την ούτε εύκολη ούτε δύσκολη ανηφόρα. Θαυμάζω τον τρόπο με τον ποδηλατεί. Έχει πιάσει έναν σταθερό ρυθμό στο 39-32 και, ενώ φαίνεται ότι η ζέστη τον έχει επηρεάσει όσο μας έχει επηρεάσει όλους, στροφάρει εκεί γύρω στις 60-65 περιστροφές, αβίαστα, με ακίνητο το κορμί, χωρίς εξάρσεις, χωρίς αλλαγή στάσης και χωρίς περιττές κινήσεις που καταναλώνουν ενέργεια, το ένα λεπτό μετά το άλλο, συνεχόμενα. Φτάνουμε επιτέλους στα 1400 m και πέφτουμε κάτω προς την κοιλάδα. Ο ζεστός αέρας που μας χτυπάει κάνει ότι μπορεί για να μας δροσίσει. Λίγο παρακάτω έχει άλλη μια ανηφόρα περίπου 5 χιλιόμετρα για Περιβόλι και κάθε βοήθεια είναι ευπρόσδεκτη. Περνάμε τον Βαγγέλη που έχει σταματήσει σε μια βρύση, και με υπομονή φτάνουμε επιτέλους στο Περιβόλι. Κοντρόλ Περιβόλι Η πλατεία είναι γεμάτη, αλλά το κοντρόλ είναι λίγο πιο πάνω σ’ένα μαγαζάκι. Εκεί μας σφραγίζουν ο Μητρονάτσιος τζούνιορ με τον ξάδελφό του, και μας προσφέρουν κρουασάν. Απογοητεύομαι λίγο καθώς, σύμφωνα με την προκήρυξη, περίμενα μακαρονάδα. Από την άλλη δεν τρέχει και τίποτα, γιατί το στομάχι έχει νταλακιάσει από το πολύ νερό και δεν θα χωρούσε με τίποτα τις γνωστές από προηγούμενα μπρεβέ Μητρονατσιέικες μακαρονάδες με τυρί και κέτσαπ, οπότε βολευόμαστε άλλος με αλμυρά, άλλος με τοστ, άλλος με κρέμα/γιαούρτι. Ο Τζιβιέρης που έφτασε λίγο νωρίτερα θέλει να φύγουμε, αλλά εγώ εν τω μεταξύ δηλώνω κατηγορηματικά την αντίθεση μου στην πάραυτα ομολογουμένως υψηλής έμπνευσης στρατηγική αυτή, και για να δώσω έμφαση στην δήλωσή μου βγάζω τόσο παπούτσια όσο και κάλτσες, εκθέτοντας τα ιδρωμένα και βρομερά μου πόδια στον καθαρό βουνίσιο αέρα και ταυτόχρονα αυξάνοντας το υψόμετρο τους κατά 0,5 m καθώς τ’ απλώνω στην απέναντι καρέκλα!! Φτάνει και ο Κρίκης. Την πέφτουμε για λίγο, αλλά όπως όλα τα καλά πράγματα κάποτε έρχεται το τέλος, και πόδια ξαναμπαίνουνε σε κάλτσες που ξαναμπαίνουνε σε παπούτσια και φεύγουμε, με αποτέλεσμα να δικαιωθεί επιτέλους ο Τζιβιέρης! Γεμίζουμε νερό στην πλατεία, και φτιάχνω πολύ καθυστερημένα δεδομένης της εφίδρωσης το πρώτο παγούρι ηλεκτρολύτες για τη μέρα καθώς στην τελευταία ανηφόρα αφενός τσίμπησαν οι γάμπες και αφετέρου θυμήθηκα τους προσαγωγούς του Κασομούλη το 2015 και πόσο τον ταλαιπωρούσαν από αυτό ακριβώς το σημείο και πέρα. Ανηφόρες και ξανά ζέστη! Η ανηφόρα συνεχίζεται μέχρι τα 1500 m, και θα πρέπει να είναι η τελευταία με αυτές τις κλιματικές συνθήκες, καθώς μετά την κατηφόρα και τη Βοβούσα, οι θερμοκρασίες θα πρέπει να πέσουν τόσο λόγω ώρας όσο και λόγω σκιάς του δάσους. Η αλήθεια είναι ότι δεν το ευχαριστιέμαι όπως θα περίμενα αυτό το μπρεβέ. Βρίσκεσαι στα 1500 μέτρα, όπου θα περίμενες έστω και την αίσθηση της δροσιάς, όμως γίνεται ακριβώς το αντίθετο, έχει 35ºC στη σκιά (ποιος ξέρει πόσο στον ήλιο!), η ατμόσφαιρα είναι θολή και βαριά, η άσφαλτος είναι καυτή και ότι πιάνεις (π.χ. λεβιεδομανέτες) είναι ζεστό. Δεν φυσάει σχεδόν καθόλου και όταν φυσάει καμιά ριπή αυτή είναι σαν να βγήκε από σεσουάρ. Το χειρότερο: πίνεις, πίνεις, πίνεις και δεν ξεδιψάς. Το μόνο που καταφέρνεις είναι να νταλακιάσεις στο στομάχι σου… Δεν θα έφτανα στο σημείο να πω ότι είναι μαρτύριο, αλλά ομολογουμένως απαιτείται να αντλήσεις από τα αποθέματα υπομονής που έχεις κρυμμένα βαθιά μέσα σου για να τη βγάλεις καθαρή… Επιτέλους βγαίνουμε στην κατηφόρα μετά από το αλπικό τοπίο. Είναι αρκετά μεγάλη σε μήκος ώστε να δημιουργήσει μια κάπως ικανοποιητική ψύξη στο σώμα. Μετά τη Βοβούσα και αφού ο Γιάννης πιάνει κουβέντα με έναν φίλο του, ανεβαίνουμε την ανηφόρα προς το διάσελο μαζί με τον Τάκη. Ο Γιάννης έχει φύγει μπροστά και ο Βαγγέλης ακολουθεί λίγο πίσω. Πράγματι οι συνθήκες έχουν λίγο βελτιωθεί καθώς ποδηλατούμε μεγάλα διαστήματα στη σκιά, ενώ η κλίση της ανηφορικής τραβέρσας είναι μέτρια και βατή. Το κατέβασμα από την άλλη μεριά απεναντίας είναι δύσκολο καθώς οι αρνητικές κλίσεις είναι πολύ μεγαλύτερες, και το οδόστρωμα είναι σπασμένο και χαλασμένο σε πολλά σημεία. Χαλαρώνουμε όταν βγαίνουμε στον κεντρικότερο δρόμο στο ύψος του Ελατοχωρίου. Καθώς διασχίζουμε το Φλαμπουράρι ρωτάμε μια παρέα που βρίσκεται η βρύση, και μας την υποδεικνύουν, υπερυψωμένη στην απέναντι πλευρά του δρόμου, λέγοντας μας να αφήσουμε το νερό να τρέξει λίγο. Η βρύση στην πραγματικότητα είναι τρεις κλασικές, ορειχάλκινες όμορφες βρύσες με χερούλια τοποθετημένες περιμετρικά του διακοσμητικού μαρμάρου που σχηματίζει την λεκάνη αποχέτευσης. Ανοίγω μία εγώ και μία ο Τάκης. Τι να τρέξει, το νερό είναι ήδη κρύο, όμως 10 δευτερόλεπτα αργότερα γίνεται κυριολεκτικά παγωμένο, σαν να βγήκε από το βάθος ενός ψυγείου ρυθμισμένο στο 5. Βάζω το κεφάλι μου κάτω από τη ροή και η ανακούφιση είναι άμεση καθώς νιώθω την ψύξη να φτάνει μέχρι τον εγκέφαλο… Το μέρος είναι σε παχιά σκιά και με τον Τάκη συμφωνούμε ότι είναι ιδανικό για ένα ολιγόλεπτο διάλειμμα. Καθώς τρώμε κάτι μπάρες κλπ, καταφτάνει και ο Βαγγέλης. Του γεμίζω τα παγούρια για να μην ανέβει και φεύγει σύντομα. Ακολουθούμε λίγα λεπτά αργότερα, εγώ λίγο απρόθυμα, αλλά ευχαριστημένος που επιτέλους κατάφερα να ξεδιψάσω. Καθώς φεύγουμε, καταφτάνει και ο Κρίκης που θα κάτσει για καφέ, και σκέφτομαι ότι δεν είναι καθόλου άσχημη ιδέα, όμως το παρεάκι έχει προχωρήσει μπροστά… Ανεβαίνουμε την ομαλή ανηφόρα για τη Λίμνη Πηγών Αώου. Το τηλέφωνο χτυπάει: είναι ο Kostas Papageorgiou, ο οποίος με τον Papazoglou Kostas βρίσκονται για τρίτη μέρα στο κλασικό τα τελευταία χρόνια καλοκαιρινό τους ταξίδι στα βουνά της Πίνδου. Βρίσκονται στο Σαλέ πάνω από το Μέτσοβο. Ο Μάκης μόλις έχει περάσει (άρα υπολογίζω ότι βρίσκεται γύρω στην μία ώρα μπροστά). Ο Κώστας κερνάει μπίρες, χαχαχα, μακάρι αλλά δε γίνεται με ότι έχουμε ακόμα μπροστά μας. Ωστόσο κανονίζουμε να βρεθούμε στο Μέτσοβο για ένα γεια. Στο δρόμο για Μέτσοβο Λίγο αργότερα και μερικά μέτρα πριν το φράγμα, φτάνουμε το Βαγγέλη και οι τρεις μαζί με τον Τάκη βγαίνουμε πάνω στη Λίμνη, που είναι λουσμένη στο πλάγιο απογευματινό φως. Ήδη μετά το Φλαμπουράρι νιώθω καλύτερα, αλλά τώρα αρχίζω και νιώθω υπέροχα. Η Λίμνη Πηγών Αώου αποτελεί ένα από τα αγαπημένα μου μέρη σ’όλη την Ελλάδα, και η ομορφιά του τοπίου με τη Φλέγγα και το Μαυροβούνι να δεσπόζουν στην απέναντι όχθη είναι ικανή για να ξεχάσω την μεσημεριανή ταλαιπωρία… Φτάνοντας στο Μέτσοβο κάνω μια σύντομη στάση να χαιρετήσω την μητέρα ενός πολύ καλού μου φίλου, στον ξενώνα που κατά πάσα πιθανότητα θα είναι το κοντρόλ στο «Εγνατία», το 600άρι του Οκτωβρίου, μια δεύτερη στάση στην πλατεία να πούμε δυο κουβέντες με τον Κώστα που με περιμένει εκεί, και τέλος πίσω πάλι στον φούρνο όπου έχουν σταματήσει τα παιδιά και όπου μας περιμένει υπομονετικά ο Γιάννης. Τρώμε καλά καθώς ο επόμενος ανεφοδιασμός μας θα είναι στο τελευταίο κοντρόλ στο Γαρδίκι, όπου υπολογίζουμε να είμαστε σε περίπου 4 ώρες. Φεύγουμε με γιλέκα και φώτα αναμμένα, και αφού ξεμπλέξαμε από τις ασάφειες που εμφανίζοντας στο ίχνος στο Garmin ρωτώντας μία ντόπια κυρία, συνεχίζουμε ανεβαίνοντας φιδωτά γύρω από τη βάση των ανατολικών βάθρων της γέφυρας Μετσόβου της Εγνατίας Οδού. Το δυναμόκεντρο του Βαγγέλη κάνει διαλείψεις και τα φώτα του αναβοσβήνουν. Ξεπερνάμε τα τοιχάκια στο Ανήλιο καθώς νυχτώνει. Είναι δυο μέρες για την πανσέληνο και το λαμπερό φεγγάρι φωτίζει την κοιλάδα του ποταμού Ρόνα και τις δυτικές πλαγιές του Δοκιμίου, κάτω από τον αυχένα του Μάντρα Χότζα. Καθώς ανεβαίνουμε την τελευταία παρατεταμένη ανηφόρα του μπρεβέ, συμφωνούμε να κόψουμε λίγο τον ρυθμό μας για να κρατήσουμε το παρεάκι συμπαγές τώρα που νύχτωσε. Σε αντίθεση με το 2015 που κυνηγούσαμε με τον Κασομούλη το ρολόι για να προλάβουμε το τελευταίο κοντρόλ, τώρα έχουμε μεγάλη άνεση χρόνου. Η μείωση της ταχύτητας αποδεικνύεται πολύ ευεργετική, καθώς μέχρι που να φτάσουμε τον αυχένα, τα πόδια μου έχουν ξεκουραστεί. Οι συνθήκες είναι τέτοιες ώστε δεν μας δίνουνε να καταλάβουμε αν θα πρέπει να ντυθούμε ή όχι. Στο Χαλίκι όμως, μετά την ομαδική κατάβαση, είναι πλέον σαφές ότι πρέπει να ντυθούμε για τη νύχτα, έστω και ελαφρά. Η γλυκιά κατηφόρα μας φέρνει στα Τρία Ποτάμια, και τρία τέταρτα αργότερα φτάνουμε στο Γαρδίκι αφού περάσουμε από το πανηγύρι της Αγ. Παρασκευής και χαιρετίσουμε πολύ κόσμο στο δρόμο… Κοντρόλ Γαρδίκι Παρκάρουμε τα ποδήλατα και αφήνουμε τις κάρτες στον Περικλή που έχει αράξει σ’ ένα μπαράκι στην είσοδο της πλατείας, και κατεβαίνουμε τα σκαλοπάτια, διασχίζουμε την κατάμεστη πλατεία για να καταλήξουμε τελικά στην ίδια ψησταριά όπου είχαμε φάει και πριν από δύο χρόνια. Το κεμπάπ δεν είναι σπουδαίο, αλλά γεμίζει το στομάχι. Μια ώρα αργότερα ο Περικλής μας επιστρέφει τις κάρτες μας καθώς ετοιμαζόμαστε για τα τελευταία 130 χλμ. Φεύγοντας από το Γαρδίκι συναντάμε και τον Κωστή Παπά, μόνος του καθώς ο Οικονόμου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει λόγω αλλεπάλληλων αβαριών. Ο Κωστής σφραγίζει γρήγορα και μας προφθάνει στην αρχή της παρατεταμένης γλυκιάς ανηφόρας για το Νεραϊδοχώρι. Διάλλειμα για ύπνο- Τερματισμός Με μόνη εξαίρεση μια στάση για να φτιάξει ο Κωστής ένα λάστιχο, φτάνουμε στα Περτουλιώτικα όπου το κρύο είναι έντονο. Όμως όπως κατεβαίνουμε προς Χρυσομηλιά, η θερμοκρασία ανεβαίνει από τους 13 στους 23 βαθμούς μέσα σε λίγα χιλιόμετρα. Κάνουμε άλλη μια στάση για power nap στο χώρο αναψυχής στη διασταύρωση για Κλεινό, κατά τις 5 τα ξημερώματα. Από κει και μετά το παίρνουμε σερί στον κάμπο για τον τερματισμό, με μόνη διακοπή στο ρυθμό το τελευταίο ανηφοράκι στον Πρόδρομο, καθώς ο Περικλής εκλαΐκευσε φέτος την διαδρομή από κει και πέρα για ν’αποφύγει τις μακιαβελλικές εκείνες ανηφόρες στο Ξυλοπάροικο. Τερματίζουμε οι πέντε, εντός ορίου, το πρωί, όπου μας σφραγίζει ο Alexandros Papastergiou… Πολλά ευχαριστώ Γιάννη, Βαγγέλη, Τάκη και Κωστή για την παρέα, καθώς και σε όλους όσους βρεθήκαμε στην Πύλη και ποδηλατήσαμε μαζί λίγο ή πολύ. Ευχαριστούμε για άλλη μια χρονιά τον Περικλή, τον Αλέξανδρο και το Καταφύγιο Κόζιακα. Ελπίζω να έχετε καταλάβει ότι αγαπάμε την Πύλη και ότι τουλάχιστον όσο μας το επιτρέπουν οι συνθήκες, θα συνεχίσουμε να ερχόμαστε στα μπρεβέ των βουνών της Πίνδου που ξεκινάνε απο εδώ.